Ευ. Μπογιάνου: Μόνο ο αέρας ακουγόταν-Μια άλλη προσέγγιση

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 15.12.16 ]

          «Σε μια βιβλιοθήκη της Ανατολής, ας φανταστούμε μια παλιά εικονογραφία. Ίσως είναι αραβική και μας λένε ότι απεικονίζονται εκεί τα διηγήματα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Ίσως είναι κινέζικη και περιγράφει ένα μυθιστόρημα με εκατοντάδες ή και χιλιάδες πρόσωπα. Μέσα από τις σύνθετες φόρμες της, κάποια –ένα δένδρο που μοιάζει με αναποδογυρισμένο κώνο, κατακόκκινοι μιναρέδες πίσω από ένα σιδερένιο τείχος- έλκει την προσοχή μας, ύστερα από αυτή περνάμε σε άλλες. Η μέρα φεύγει, το φως λιγοστεύει, και σιγά-σιγά καθώς εισβάλλουμε στην εικόνα αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει τίποτε στη γη που να μην βρίσκεται και εκεί. Ό,τι υπήρξε, ό,τι υπάρχει και ό,τι θα υπάρξει, η ιστορία του παρελθόντος και εκείνη του μέλλοντος, τα πράγματα που είχα και εκείνα που θα έχω, το κάθε τι μας περιμένει σ’ αυτό τον ήσυχο λαβύρινθο...» (ΧόρχεΛουίς Μπόρχες, Εισαγωγική μελέτη στη «Θεία Κωμωδία», Classicos Jakson, Buenos Aires, 1949).(Μετάφραση φ. Γκ.)

Μερικές σκέψεις για τα προβλήματα του διηγήματος μπορεί να επικεντρωθούν στη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνες τις μορφές που είναι οι πρωταγωνιστές και τη λεγόμενη συνείδηση του συγγραφέα. Και φυσικά αυτή η τελευταία δεν είναι κάτι το άσχετο με το έργο, αλλά καθορίζεται και μετράται από το ίδιο το έργο. Πράγματι, δεν ξεκινάμε από τη σκέψη για να ορίσουμε τη γλώσσα, αλλά αντίθετα από τη γλώσσα για να ορίσουμε τη λειτουργία της σκέψη μας. Γεγονός που θα μας επιτρέπει να θέσουμε, με κριτικό πνεύμα, σε λογοτεχνικό επίπεδο, σε ποιο σημείο μια ιδεολογία μετατρέπεται σε μια λειτουργία της γλώσσας που αναδεικνύει τις μη φορμαλιστικές συνθήκες χρήσης της, και μέχρι ποιο σημείο αντίθετα επιβάλλεται στην επικοινωνιακή λειτουργία.  Σ’ αυτή τη δεύτερη μαρξιστική προσέγγιση, όπως είναι γνωστό, όχι μόνο η ιδεολογία είναι μια μεταμφίεση της πραγματικότητας, αλλά είναι μια θεώρηση οντολογικών αξιών, που βασίζεται σε μια σύγχυση ανάμεσα σε κρίσεις αξιών και κρίσεις γεγονότων. Και γίνεται αντιληπτό ότι τα γεγονότα γίνονται αποδεκτά στο βαθμό που μεταφράζονται σε αξίες: αντίθετα, όλες οι διαδικασίες εκθειασμού δεν θα ήταν δυνατές και θα απελευθερώνονταν οι αντιφάσεις που δρούσαν στην πραγματικότητα. Και θα απελευθερώνονταν ορθολογικά, δηλαδή σύμφωνα με μια ρεαλιστική διαδικασία μεταμόρφωσης της πραγματικότητας∙ ή σε μια παθολογική κατάληξη, δηλαδή σε μια κατάσταση ακραίας σύγκρουσης.

Ξεκινώντας από αυτές τις θεωρήσεις, τα  διηγήματα της Μπογιάνου,  επηρεάζονται από την ιστορία και την κοινωνιολογία, ή και από άλλες επιστήμες όπως η λογική και η ψυχανάλυση: οι οποίες συγκλίνουν σε ένα βασικό σημείο, δηλαδή στο να έχουν διαφυλάξει κάτω από τις προφανείς έννοιες, τις λανθάνουσες έννοιες, κάτω από τις σχέσεις αξιών τις σταθερές σχέσεις, πίσω από τις ιδεολογίες τους εμπειρικούς προσδιορισμούς. Ενώ στα ρεαλιστικά διηγήματα μπαίνει σε πρώτο πλάνο το εμπόρευμα και η σχέση εκμετάλλευσης (σύμφωνα με εκείνη που ίσως είναι και η πιο βαθιά και ιδιοφυής ιδέα του μαρξισμού), από μια κοινωνιολογική άποψη, το μη αντιπροσωπευτικό διήγημα, δεν θεωρεί το πρόβλημα της ενσωμάτωσης στην ολότητα, ή στο σύνολο των πολιτισμικών δομών που αποτελούν την κοινωνία, αλλά το πρόβλημα της κοινωνικής μονάδας, τις φόρμες αποδόμησης της κοινωνικής διάστασης. Δεν πρόκειται όμως για αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα, σύμφωνα με μια αντίθεση ανάμεσα σε δύο απόψεις για τον κόσμο, στις οποίες ανήκει και η γλώσσα, που θεωρείται ως πολιτισμικός οργανισμός που δύναται να εκληφθεί και σε γλωσσικούς όρους, ώστε η δομή θα ήταν σύμφωνη με εκείνη του πνεύματος, ή της ιστορίας, ή της ευφυΐας ενός λαού ή του ατόμου. Αντίθετα πρόκειται για δύο διαφορετικούς γλωσσικούς προσανατολισμούς, που σκοπεύουν στο να ορίσουν διαφορετικές υφολογικές φιγούρες στο πεδίο της κοινωνικής επικοινωνίας. Πράγματι, μόνον αν ταυτίζουμε γλώσσα και οντολογία, στις δύο όχθες του αντικειμενισμού και του υποκειμενισμού, όπως  στα διηγήματα της Μπογιάνου, οι δύο σκηνικές δυνατότητες είναι η συμφωνία στην ή η διαφωνία με τη νόρμα. Στην πρώτη περίπτωση η έννοια της δομής αντικαθίσταται με εκείνη της νόρμας, όπου μια δομή έχει, θεωρητικά, μια απεριόριστη διάρκεια σε αντίθεση με τις ισχύουσες λογοτεχνικές νόρμες, που είναι ιστορικές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται μια ελευθερία από τη γλώσσα ή ακόμη κι από την αντι-γλώσσα.  

Τώρα, αν η πολιτισμική αποκάλυψη, σε κοινωνιολογικό επίπεδο, αντιπροσωπεύει μια αποσύνθεση των προκαθορισμένων ρόλων, ένα τρομερό ρήγμα στην κριτική συνείδηση, και οι συλλογικές αξίες αντιπροσωπεύουν την άλλη διαλεκτική πλευρά της εμπειρίας, οι φόρμουλες του ρεαλισμού και του αντι-ρεαλισμού μπορούν να διατηρούν κριτική αξία για τις λογοτεχνικές τεχνικές. Και σ’ αυτά τα αφηγηματικά μονοπάτια κινείται η Μπογιάνου στα  διηγήματά της. 

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ