Βραχνή ανάσα

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 07.04.24 ]

Τρομπέτα μου είχαν κάνει δώρο, σε παιδικά γενέθλια κι είπα τρομπέτα να μάθω. Φούσκωνα και ξεφούσκωνα τα μάγουλα. Ο ήχος της δυνατός διαπεραστικός, με ξεσήκωνε, έλεγα θα σπάσει τζάμια, θα ραγίσει τοίχους, θα κομματιάσει σιωπές, θα ξεδιπλώσει λάβαρα, θα σημάνει εγερτήρια, θα γίνει αφετηρία και τέρμα. Ήμουν νέος, δεν ήξερα.

Τίποτα δεν έγινε. Η τρομπέτα μου αραχνιάζει στο υπόγειο με ανεκπλήρωτο το σκοπό της ύπαρξής της. Κι εγώ παραδόθηκα έκτοτε στη βραχνάδα μιας φυσαρμόνικας, που μου χαρίστηκε από του Θεού το δώμα, ως μόνη επιλογή. Ο καημός του ελάχιστου. Πιάνω μυστικά παγκάκια, κρυφές γωνιές στους δρόμους της πόλης, εισπνέω και εκπνέω, μα τίποτα δεν περιμένω. Τα λάβαρα παραμένουν διπλωμένα, οι τοίχοι αράγιστοι, οι φυλακές και τα κάστρα ακόμα μας κλείνουν, τα ποτάμια έχουν αίμα κι οι σιωπές δεν λύνονται. Μια γυναίκα εδώ, ένα παιδί που τρέμει πιο πέρα, ένα κομμένο χέρι δίπλα μου. Σκόρπια μέλη, σπασμοί και πόνος.

Ας υπάρχει έστω κάποιος να θρηνεί, σκέφτομαι, κάποιος να πενθεί, με την αναπνοή του για καύσιμο. Ένας παράξενος, μια φιγούρα με ασαφές ρευστό περίγραμμα, να κινείται υπόγεια σε δρόμους, πλατείες και παγκάκια. Μόνο για την απορία που δημιουργεί ύπαρξή του. Με ένα ταπεινό πνευστό στο στόμα. Να αγγίζει με τη απαλή αφή των χειλιών το παγωμένο όργανο κι εκείνο να ζωντανεύει.

Τελικά μόνο για αυτή την απαλή του στόματος αφή ίσως να αξίζει ο κόπος. Για να μην ξεχαστεί ολότελα η ανάγκη, η πνοή, η δίψα του φιλιού η λησμονημένη. Η ανεκπλήρωτη.