«Δεν σε γκάστρωσα εγώ μωρή!»

[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 29.08.23 ]

Έφυγε νύχτα από το Γκόμπε της Νιγηρίας, όταν σκότωσαν τον άντρα της οι τζιχαντιστές της Μπόκο Χαράμ και απείλησαν την ίδια; Αμοιβόταν ένα δολλάριο την ημέρα στα υπόγεια φασονατζίδικα της Ζάρα στην Ντάκα του Μπαγκλαντές και δεν άντεξε την πείνα; Την βίαζε και την εκβίαζε ο προϊστάμενος στα κάτεργα της Ειδικής Οικονομικής Ζώνης (ΕΟΖ) των αμερικανικών μονοπωλίων στην Χουάρες του Μεξικού; Εγκατέλειψε την Ζανζιβάρη Δεκέμβρη μήνα για να προλάβει την έξαρση της (μόνιμης) χολέρας κάθε Μάρτη–Απρίλη; Τρομοκρατήθηκε από τις δηλώσεις του Ερντογάν ότι η χώρα του δεν αντέχει πλέον 3,5 εκατομμύρια Σύριους και θα τους γυρίσει πίσω; Τις πήρε είδηση ότι είναι λεσβίες ο χαφιές της γειτονιάς στην Τεχεράνη στο Ιράν και έφυγαν να γλυτώσουν τον εξευτελισμό και την φυλακή; Απέδρασε από κάποιο πορνείο της Μονρόβια στην Λιβερία και την ψάχνει αφηνιασμένος ο προαγωγός να την ακρωτηριάσει για παραδειγματισμό; Δούλευε σκλάβα (για 0,30 ευρώ, δηλαδή για 30 λεπτά του ευρώ το 12ωρο) στα ορυχεία Κοβαλτίου (απαραίτητο ορυκτό για τα κινητά μας) στην Κατάνγκα του Κονγκό και δεν άντεχε τους νυχτερινούς βιασμούς των οπλισμένων φρουρών του πολέμαρχου στον οποίο ανήκε το ορυχείο; 

Τι σημασία έχει ποιό απ’ όλα, το νόημα είναι κοινό: “Εάν μείνω πίσω, θα δολοφονηθώ, θα πεθάνω στην φυλακή ή από πείνα, θα ξεφτιλιστώ, θα εκπορνευθώ ή θα ζήσω νεκροζώντανη”… 

Ήταν δεν ήταν προετοιμασμένη και προπονημένη γι’ αυτό, συχνά με παιδί στην αγκαλιά ή στην κοιλιά, έπρεπε να περπατήσει, να καβαλήσει οροφές τραίνων ή κάρα για εκατοντάδες έως χιλιάδες χιλιόμετρα, σε ερήμους – φούρνους, να βρεθεί στο διάβα τρομακτικών καταιγίδων, να βιώσει τον παραλυτικό φόβο για τον ντόπιο χωροφύλακα, τις ανελέητες συμμορίες, τις απαγωγές για λύτρα και τους βιαστές. Φοβόταν το ξύλο, το μαχαίρωμα, την ληστεία των οικονομιών της, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη από τον σπόρο του εγκληματία ή ακόμη χειρότερα τις σεξουαλικές ασθένειες που θα της κόλλαγε. 

Τι σημασία έχει ποιο απ’ όλα, το νόημα είναι κοινό: “Μου έκοψαν την χαρά της ζωής, μου δηλητηρίασαν την ψυχή, μου κατέστρεψαν το σώμα”. Στο μόνο που διαφέρουν οι βασανισμένες γυναίκες, είναι η ποσοστιαία αναλογία των πληγών. 

O δρόμο είναι δρόμος, δεν είναι “σπίτι μου, σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου”. Κοιμάται σε μια απάγκια γωνιά με προσκέφαλο τον σάκκο της και με σκέπασμα το ίδιο της το πανωφόρι. Δένει σφιχτά με σκοινί τον καρπό της με το χερούλι του σάκκου, για να αισθανθεί το τράβηγμα του σάκκου από τον πιθανό κλέφτη την ώρα του ύπνου. Τα μάτια όμως έτσι κι’ αλλιώς παραμένουν μισάνοιχτα για τον φόβο επιδρομών από φασίστες ή από την αστυνομία του ξένου τόπου. Η ούρηση κα η αφόδευση είναι καθημερινό μαρτύριο. Το καραβάνι δεν σταματά εύκολα, η ίδια ντρέπεται, φοβάται ποιος θα την ακολουθήσει, η νύχτα όσο απομακρύνεται από το πλήθος των κοιμισμένων γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη, οι ντόπιοι την κράζουν με πρόστυχα λόγια, το πλύσιμο και η χρήση χαρτιού υγείας φαντάζει ως βασιλικό όνειρο. English Breakfast, Continental or Local έχει κοινή ονομασία σε αυτές τις καταστάσεις: παξιμάδι και εάν υπάρχει. Το πόσιμο νερό δεν είναι πάντα πόσιμο, είναι συχνά καυτό και δεν ξεδιψάει, καταναλώνεται με το σταγονόμετρο, τα δόντια, τα εσώρουχα, οι κάλτσες, το σώμα, μονίμως άπλυτα. Φάρμακα (πίεση, καρδιά, σάκχαρο, θυροειδής, …), ότι φύλαξε από την πατρίδα, εάν είχε την πολυτέλεια να βρει εκεί. Γάλα για να θηλάσει στερεύει, το μωρό δεν είναι βέβαιο ότι θα αντέξει έως την Γη της Επαγγελίας. Φαγητό ελάχιστο, ύποπτο για αλλοίωση από τις τρομερές θερμοκρασίες, μία φορά την ημέρα. 

Οι διακινητές την περνούν στην Ελλάδα οδοιπορώντας στα βουνά, τσαλαβουτώντας στον Έβρο, με σαπιοκάικα για τα νησιά του Αιγαίου. Ελπίζει να επιζήσει στα μαύρα νερά του Πελάγους. Για πολλές και για πολλούς από τους πρόσφυγες, ο τρόμος είναι ανείπωτος καθώς βλέπουν για πρώτη φορά στην ζωή τους τόσο τρανό ποτάμι, που οι ντόπιοι το λένε θάλασσα. Ο φόβος μαλακώνει λίγο, ακούγοντας από τους παλιούς ότι η χώρα αυτή είναι πολύ καλή περίπτωση. Φιλόξενοι κάτοικοι, πατρίδα της Δημοκρατίας και του Ξένιου Διός. Επίσης στην νεότερη Ιστορία της δεν υπάρχει αποικιοκρατικό παρελθόν. Κανένας από τους 80 – 100 στο καΐκι δεν έχει ακούσει από τους παππούδες του, για Έλληνες αποικιοκράτες. Έμποροι και ναυτικοί ήταν μόνο. Συμπεραίνει με ανακούφιση “άρα δεν θα μας συμπεριφερθούν με μίσος και υπεροψία, όπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Τούτοι εδώ μας θεωρούν ανθρώπους και όχι μελαψά σκουλήκια”.  

Φτάνουν επιτέλους στην στεριά. Κάποιοι χαμογελαστοί ντόπιοι τους περιμένουν μπροστά από πάγκους με αναψυκτικά και σάντουιτς. Μερικοί ξεκόβουν από τους πάγκους και τους βοηθούν να δέσουν το καΐκι και να αρχίσουν να ανεβαίνουν στην αποβάθρα. Οι περισσότεροι που είναι μαζεμένοι πιο πέρα όμως (και της φαίνεται παράξενο γιατί δεν συνάδει με όσα της είπαν οι συνταξιδιώτες της), φωνάζουν στην παράξενη γλώσσα τους, έκδηλα οργισμένοι. 

Ένας από αυτούς, ο πιο σωματώδης και αγριωπός στην όψη, σπάει τον “κλοιό καλοσύνης” και της φωνάζει μέσα στο πρόσωπο, με τα σάλια του να την λούζουν: “Δεν σε γκάστρωσα εγώ μωρή! Γύρνα στον κωλότοπό σου!”.  

Στράφηκε προς τον Αμπντέλ-Μονέιμ από το Σουδάν που ήξερε κάποια ελληνικά από προηγούμενο πέρασμά του από την Ελλάδα. “Τι λέει;”, του κάνει νόημα. Αυτός, δεν μπορούσε να διαψεύσει το πολύ εκφραστικό πρόσωπο του ντόπιου νταή, αλλά ήθελε να μην την αποκαρδιώσει και τελείως: 

“Μην τον παρεξηγείς. Είναι πανικοβλημένος και ρωτάει εάν εσύ και το παιδί σου ήρθατε επίτηδες εδώ, για να μολύνετε το ελληνοχριστιανικό πολιτισμό του”…