Αναζητώντας το χρόνο ως μνήμη και ελπίδα

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 19.11.22 ]

        «Τι έκανε ο Θεός πριν δημιουργήσει τον κόσμο;» ρωτούσε ο Άγιος Αυγουστίνος προσπαθώντας, πρώτος αυτός, να δώσει έναν ψυχολογικό ορισμό. Η ερώτηση είναι παιδαριώδης και, ακριβώς γι’ αυτό, ουσιαστική. Κι όπως όλες οι ουσιαστικές ερωτήσεις, δεν έχει απάντηση. Κι όπως όλες οι ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση, είχε ήδη χίλιες απαντήσεις, πριν ακόμη διατυπωθεί.

          Ακολουθώντας τη θεωρία του big bang (τη μεγάλη έκρηξη που εκτόξευσε το σύμπαν στο σύμπαν, που δεν είναι βέβαια η οριστική εξήγηση αλλά είναι περισσότερο πειστική από τη Βίβλο) ο χρόνος είναι περίπου 14 δισεκατομμυρίων ετών. Πράγματι, ο Άγιος Αυγουστίνος και οι επιστήμονες συμφωνούν στο να θεωρούν ότι πριν από τη Δημιουργία ή, αντίστοιχα, πριν από το big bang, ο χρόνος δεν υπήρχε. Από την άλλη μεριά, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς ο Ακινάτης και ο Νεύτων, που τον θεωρούν μια απόλυτη διάρκεια, μια απρόσωπη και ατελεύτητη μέτρηση άπειρων αριθμών, δεν συμφωνούν. Γι’ αυτούς, ο Θεός μετρά από πάντα και για πάντα τα δευτερόλεπτα που μας χωρίζουν μπροστά και πίσω από το όνειρο. Η πηγή του χρόνου είναι λοιπόν ένα διηνεκές ξυπνητήρι, ένα αλάνθαστο τικ-τακ που μετρά και διασφαλίζει την ύπαρξή του ab aeterno et in secula seculorum.  Αντίθετα, για τους σύγχρονους επιστήμονες, ο χρόνος δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός δίχως την παρουσία των πραγμάτων, δίχως την παρουσία τη δική μας, δηλαδή δίχως την παρουσία αντικειμένων και υποκειμένων. Πράγματι, δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη σχέση τους.

          Μολονότι όλοι δέχονται τις καταλυτικές του επιπτώσεις, μερικοί υποστηρίζουν ότι ο χρόνος δεν υπάρχει, ενώ άλλοι λένε ότι δεν υπάρχει άλλος. Για τον Ηράκλειτο π.χ., η αβεβαιότητά του, ο θάνατος που φέρνει μαζί του, είναι το μοναδικό σταθερό και αθάνατο πράγμα. Για τον Παρμενίδη δεν είναι άλλο από μια ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει το παρελθόν γιατί έχει ήδη περάσει, δεν υπάρχει το μέλλον γιατί ακόμη δεν ήρθε, και δεν υπάρχει ούτε το παρόν, που δεν είναι άλλο από τη γραμμή που ενώνει παρελθόν και μέλλον, άρα μια ανύπαρκτη trait dunion ανάμεσα σε ανύπαρκτα πράγματα.

          Να ‘μαστε λοιπόν χωρίς χρόνο. Και –πολύ πιο οδυνηρό- χωρίς δικαιολογίες για να μιλήσουμε γι’ αυτόν, παρά μόνο για την ασθενή ύπαρξη αυτού του σοφίσματος που, πριν παγιδέψει τη συνείδησή μας, αφήνει να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να αποδείξει την ανυπαρξία της άρνησής του. Ο χρόνος, στην ουσία, είναι εμείς, είμαστε εμείς που τον χρησιμοποιούμε (ή τον σπαταλούμε) μιλώντας γι’ αυτόν. Αν υπάρχει όμως, τι είναι; Στο κατάστιχο της ζωής μας, τρεις ώρες (ευτυχίας ή δυστυχίας) αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη τροχιά του δείκτη ενός ρολογιού. Μια μέρα, είναι ένας κύκλος της γης γύρω από τον άξονά της. Ένας μήνας, ένας κύκλος της σελήνης γύρω από τη γη. Ένας χρόνος, ένας κύκλος της γης γύρω από τον ήλιο. Και ούτω καθεξής. Έτσι η ερώτηση ξαναγυρνά προς το μέρος μας. Θα πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε τι είναι ο χρόνος κοιτάζοντας τον καθρέφτη;

          Είναι ο χρόνος ως σκηνή αναμνήσεων, ως μνήμη και ελπίδα, που μας προστατεύει από τον χρόνο ως αριθμητική μέτρηση. Είναι ο ψυχικός χρόνος που ο Αυγουστίνος ονομάζει intensio και distensio animae   (συμπύκνωση και διαστολή της ψυχής) που μετατρέπει αυτή τη μηχανή σε μια αληθινή ατμομηχανή, κάτι που μας παρασύρει μέσα από τον χρόνο. Μ’ άλλα λόγια: για να μην μείνουμε όπως τα ρολόγια και ξαναρχίσουμε να τρέχουμε (δεν έχει σημασία προς που) πρέπει να αυτο-κουρδιστούμε. Για να ξεκινήσει το τρένο των απρόσωπων αριθμών, πρέπει να μπει σε κίνηση η μηχανή της προσωπικής θέλησης.

          Πράγματι, όσο είμαστε καλά, όσο αισθανόμαστε ελεύθεροι, δεν σταματάμε ποτέ. Αδιάκοπα ταξιδεύουμε από το παρελθόν στο μέλλον και αντίστροφα, διερχόμενοι με την ταχεία της φαντασίας μας μπροστά από τον σταθμό του παρόντος. Όπου βέβαια ποτέ δεν κάνουμε στάση. Αν, λόγω βλάβης, το τρένο σταματήσει κι εμείς κατεβούμε, μας περιμένουν ατέλειωτες, ανυπόφορες ώρες και στιγμές, όπου, καθισμένοι στα σκληρά παγκάκια μιας οποιασδήποτε αίθουσας αναμονής, περιμένουμε να περάσει κανένα άλλο τρένο, για το παρελθόν ή το μέλλον. Αυτές οι στάσεις στο σταθμό του «εδώ και τώρα», φαίνεται να πυκνώνουν τελευταία, ίσως και για λόγους κουλτούρας.

          Όμως το hic et nunc της ηδονής, το εδώ και τώρα ως οίκος ανοχής της ευτυχίας, δεν υπάρχει. Ή καλύτερα: είναι ακριβώς εκείνος ο μικρός σταθμός, όπου καμιά φορά τυχαίνει να κατεβούμε για ν’ αναζητήσουμε αδύνατες επιβεβαιώσεις, κι απ’ όπου συχνά δεν καταφέρνουμε να ξαναφύγουμε. Όταν τελικά φτάνουμε στο παρόν, δεν χρειάζεται να περιμένουμε το σφύριγμα του σταθμάρχη. Εξάλλου σταθμάρχης δεν υπάρχει. Ή καλύτερα, ο καθένας από μας, αν θέλει, γίνεται σταθμάρχης. Πρέπει να ξανανεβούμε στο τρένο, να βγούμε στο παράθυρο και να περιμένουμε. Καμιά φορά ο συρμός ξεκινά μόνος του.

          Όποιος σταμάτησε μια φορά γνωρίζει καλά ότι η «ικανοποίηση» βρίσκεται στο να ταξιδεύει μπροστά απ’ τις μέρες, τις ώρες και τις στιγμές, δίχως να κατεβαίνει για να τις μετρήσει. Κι όποιος κατάφερε να ξαναφύγει, έμαθε να μην τραβά πια το σήμα κινδύνου για να σταματήσει στις γραμμές αυτού του μικρού επαρχιακού σταθμού, μόνο και μόνο από περιέργεια να δει πώς είναι φτιαγμένο το παρόν. Γνωρίζει ότι πρόκειται απλά και μόνο για κάποιο σιδηροδρομικό κλειδί αλλαγής γραμμής κι ότι πίσω του, δεν υπάρχει ούτε καν το χωριό.

18-11-2016

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ