Αν έχεις καρκίνο, ας πρόσεχες!

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 20.02.24 ]

Δεν πεθαίνει ο καπιταλισμός. Αυτός καταστρέφεται μοναχά προσωρινά και, προπαντός, δημιουργικά και ριζοσπαστικά. Για να ανανεώσει την οικονομική δομή, να αφανίσει και να κερδοσκοπήσει, ξαναφτιάχνοντάς την με άλλους, τεχνικούς, όρους.   

Οι άνθρωποι, όμως, πεθαίνουν. Αλλά όχι όλοι οι άνθρωποι. Μοναχά αυτοί που περισσεύουν. Που ο ιδρώτας τους φτάνει μόνο για ψωμί. Και πάμπολλες φορές ούτε καν γι’ αυτό. Οι άνθρωποι όχι πια ως υποζύγια, ζώα που πονάνε, αλλά ως εξαρτήματα του παραγωγικού ιστού, καθίστανται αναλώσιμοι. Καταστρέφονται δημιουργικά όπως και οι μηχανές.  

Αν ο Σουμπέτερ θεώρει πως ο καπιταλισμός «είναι μία απίθανη μηχανή παραγωγής ευημερίας, διότι ο πλούτος που παράγει ξεπερνά κατά πολύ τα ερείπια που αφήνει πίσω του», στον ίδιο τορβά, μαζί με τις πέτρες και τα σιδερικά, στοιβάζονται και τα ανθρώπινα κουφάρια. Σε κάθε εποχή, σε κάθε συστημική στροφή.

Σήμερα, εν Ελλάδι, οι δημιουργικές μεταλλάξεις που επιβάλλει η δεξιά επαναστατικοποιούν το κράτος πρόνοιας: η υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει δημόσια και δωρεάν περίθαλψη ισότιμα σε όλα τα μέλη της συγκαταλέγεται στα φθαρμένα υλικά. Και βγήκε η ταρίφα. Όσο πιο κοντά στο θάνατο, τόσο ακριβότερη η σωτηρία. Οι «σοβαρές επεμβάσεις», λέει, στα απογευματινά χειρουργεία των μέχρι πρότινος δημόσιων και δωρεάν νοσοκομείων, θα κοστίζουν 2.000 ευρώ. Δυο χιλιάρικα. Για καρκίνους. Για καρδιολογικά. Για ό,τι απειλεί τις ζωές εκείνων που περιμένουν στις λίστες. Για ό,τι απειλεί τις ζωές των παιδιών τους.  

Ο θάνατος, ο φόβος του θανάτου, γίνεται πηγή κερδοφορίας: όταν οι δομές υγείες ρίχνονται στην αρένα της αγοράς, όταν το πλέον ποταπό ανθρώπινο ένστικτο, η τάση για τον ατομισμό που φέρνει πλούτο, χαϊδολογιέται τόσο ώστε να πρυτανεύει η λογική «πλήρωσε για να ζήσεις», τότε άνετα μπορούμε να θρηνούμε για το τέλος της ανθρωπινότητας. Το τέλος των χαρακτηριστικών εκείνων που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα.

Καινούργιο το φαινόμενο; Όχι, προφανώς. Παμπάλαιο είναι, με ελαφρές διαφοροποιήσεις. Παλαιότερα, ας πούμε, δεν εκλαμβάνονταν ως φυσικό. Να ηγεμονεύει η άποψη πως ο θάνατος μπορεί είναι μια ολωσδιόλου ταξική υπόθεση δεν ήταν ούτε νόμιμη ούτε, βεβαίως, ηθική. Στον ριζοσπαστικό νεοφιλελευθερισμό, όμως, τέτοιοι ρατσιστικοί διαχωρισμοί γίνονται κανονικότητα, η οποία μάλιστα δεν αμφισβητείται ούτε από εκείν@ που πλήττονται.

Διότι τούτες τις μέρες, μαζί με τους αγρότες και τους φοιτητές, θα έπρεπε να κατέρχονται καθημερινά στους δρόμους και οι εργάτες/τριες. Όλοι, μα όλοι. Όλες, μα όλες. Για το απαράδεκτο, για το αδιανόητο, η πιθανότητα να ζήσεις ή να πεθάνεις να εξαρτάται από το πορτοφόλι σου. Για το απαράδεκτο, για το αδιανόητο να γίνει κρατούσα ηθική, η ναζιστική λογική να ταυτίζονται οι άριοι, οι άξιοι να ζήσουν, με τους πλούσιους, ή τους ολίγον πλούσιους, και η άχρηστη φτωχολογιά να μένει, αβοήθητη, να πεθάνει.

Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, όπου οι θέσεις εργασίας περιορίζονται καθημερινά όλο και περισσότερο, το ωράριο αυξάνεται και τα μεροκάματα πέφτουν, να πεθάνεις είναι μια κάποια λύση. Μια καταστροφή, μάλλον δημιουργική. Το σύστημα θα ριζοσπατικοποιηθεί απαλλασσόμενο από τα άχρηστα μέλη του, το ΑΕΠ θα αυξάνεται, τα κέρδη θα σωρεύονται.

Και αν έχεις καρκίνο και πεθάνεις στην αναμονή, ας πρόσεχες. Ας δούλευες, να βγάλεις τα χιλιάρικα.