Των αφανών

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 27.10.20 ]

Χειμώνας του 40 στο Μέτωπο. Μαύρος, βαρύς. Φυσάει δυνατός βοριάς. Τρυπάει τα κόκκαλα. Τα κλαδιά των δέντρων λυγίζουν από το βάρος του χιονιού και του πάγου. Χιόνι και λάσπη. Οι αρβύλες γίνονται μούσκεμα.

Άνθρωποι και ζώα προχωρούν με την ίδια ψυχή, την ίδια σιωπηλή αυτοσυγκέντρωση. Κι ο πατέρας ανάμεσά τους. Μαζί με το μουλάρι του. Ζώο δυνατό και άξιο στα οργώματα και στα φορτία. Αποκαμωμένοι κι οι δυο. Μερόνυχτα βαδίζουν. Νύχτα πιο πολύ. Μια νύχτα ευσπλαχνική. Κρύβει τα πτώματα των μουλαριών στις χαράδρες. Όσα δεν άντεξαν.

Ένα κόκκινο τούνελ, ένα κόκκινο πόνου άνοιξε θυμωμένα το στόμα του και τον κατάπιε. Ούτε που κατάλαβε από πού ρίχτηκε η σφαίρα. Άρχισε και πάλι να χιονίζει. Κρύωνε. Κρύωνε πολύ. Πάνω ένας ουρανός γεμάτος λάμψη. Το μουλάρι γονάτισε πλάι του. Τον ζέστανε με την ανάσα του.

Το μουλάρι, σακάτικο και καχεκτικό, γύρισε σπίτι. Ο πατέρας πάλι όχι.

[ μία λιγότερο γνωστή σελίδα της ιστορίας του 40 αφορά τη συμμετοχή των ζώων-

κυρίως μουλαριών- και των ημιονηγών τους. Τα ζώα επιτάσσονταν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Μέτωπο μεταφέροντας όπλα και εφόδια]