Το φάντασμα της αύριον

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 21.06.23 ]

(Σχόλιο στο βιβλίο του Αριστείδη Μπαλτά*)

Το ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται, όσο υπάρχουν κοινωνίες: η απόφαση για το πώς θα ζήσουν τη ζωή τους οι παρούσες γενιές αλλά και οι επόμενες, αυτή η νέα κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώνεται στο παρόν αλλά αφορά κι έναν μάλλον μεταφυσικό, μελλοντικό «ου τόπο», είναι απόφαση διλημματικού χαρακτήρα. Αν θα ανακοπεί η πορεία των ανθρώπων να μοιάζουν περισσότερο στα θηρία ή όχι, δεν χωρά μεσοβέζικες θέσεις.

Μπροστά σε μια τέτοια στιγμή, κατά την οποία η ανθρωπότητα καλείται να λάβει θέση, βρισκόμαστε και σήμερα. Ο φοβερός υπαρκτός καπιταλισμός, δίχως το ανάχωμα ενός ομοίως υπαρκτού, και όχι υπάρξαντος, σοσιαλισμού, βρίσκεται στις χειρότερες ιστορικές στιγμές του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Κλειστά σύνορα, εθνικιστική παλινόρθωση, ηγεμονία του ριζοσπαστικού ακροφιλελεύθερου λόγου, οπισθοδρόμηση σε βασικά έως πρότινος κεκτημένα δικαιώματα, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν τον ζόφο. Το όντως θηρίο της σήμερον, που συγκροτεί έναν δήθεν πολιτισμένο κόσμο, τρώει τις σάρκες του. Το βασικό δικαίωμα, το δικαίωμα του ζην, έχει ήδη καταργηθεί: η διαλογή είναι το μέλλον. Η βιοπολιτική, η εξουσία του σπαθιού, ανακάμπτει, ποικιλοτρόπως.  Κάποι@ θα εξολοθρεύονται δια του πνιγμού, κάποι@ θα πεθαίνουν δια του αποκλεισμού από την περίθαλψη.  

Όμως, όπως λέει ο Μπαλτάς:

«Το φάντασμα που κατατρύχει τους μετέχοντες στην περιπέτεια της Αριστεράς, ένα φάντασμα που "αποζητά πάντοτε τη μονίμως ελλειμματική, τη μονίμως διαφεύγουσα εμπράγματη υλοποίησή του"», είναι, ακόμα εδώ. Το φάντασμα της ισότητας και της αλληλεγγύης, πάνω από τα κεφάλια των λαών, γροθιά στο στομάχι των από πάνω, οι οποίοι για να το ευτελίσουν, το περιπαίζουν, είναι εδώ .

Αλλά, «Ιδεολογική τοποθέτηση συνεπάγεται ιδεολογική δέσμευση σε ένα πλέγμα ιδεών»: η αποστροφή του Μπαλτά υπονοεί, περίπου, την απαρχή μιας ιστορικής διολίσθησης που απομείωσε τη δυναμική των αριστερών διεκδικήσεων, ιδίως από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και μετά.

 Η ιδεολογικές μάχες εξαφανίστηκαν από το δημόσιο διάλογο. Οι διαχωριστικές γραμμές «του πραγματικού, δηλαδή επαναστατικού μαρξισμού από τις προοδευτικές ίσως ιδεολογίες, αλλά ιδεολογίες που του ήταν ξένες, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, αντίπαλες», οδήγησε και σε διολισθήσεις της εμπράγματης πολιτικής.

Και κατέληξε να υπερασπίζεται και να προσδιορίζεται μέσα από τα «αιτήματα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, που η ίδια είχε απαρνηθεί για να προσδεθεί  περίπου αυτούσια στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού». Τούτο θεωρούνταν και εξακολουθεί να θεωρείται ένας «μονόδρομος που όφειλε να ακολουθήσει κάθε πολιτική δύναμη αν ήθελε να λογίζεται "σοβαρή," και "νομιμόφρων"». Όσο για το κομμουνιστικό φάντασμα, τούτο αμαυρώθηκε τόσο ώστε στο όνομά του να ξεπλένεται το ίδιο το εξάμβλωμα στην ανθρώπινη ιστορία, ο ναζισμός.

 Ξαναλέει ο Μπαλτάς:

«Η λέξη «κομμουνισμός δεν παρέπεμπε πλέον μόνο στις καταστατικές αρχές της οικουμενικής ισότητας, της γενικής ελευθερίας και της καθολικής δικαιοσύνης αλλά και σε καθεστώτα ή πρακτικές που χρησιμοποίησαν ή ακόμα χρησιμοποιούν το όνομά του για να συγκαλύψουν σχέσεις καταπιεστικές, εν πολλοίς εκμεταλλευτικές, και κάποτε απεχθείς».   

Το εισιτήριο για την νέα κανονικότητα,  επέβαλλε να κοπούν οι ρίζες. Όσ@ υπερασπίστηκαν το «Κ» πέρασαν, περίπου, στα αζήτητα της εποχής:

«…Το όνομα που επιλέχτηκε αντ’ αυτού (του κομμουνισμού) ήταν το «ριζοσπαστική Αριστερά». Με διάφορες παραλλαγές και ελλείψει άλλου. Βρέθηκε εκ των πραγμάτων να διεκδικεί τα αιτούμενα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας…»

Τούτη η «διαβρωτική επιχείρηση» συντελέστηκε παντού στον κόσμο. Αλλά: η κανονικοποίηση της Αριστεράς, συχνά πυκνά, ξεπλένει τις αντίπαλες δυνάμεις, ρίχνοντας νερό στον μύλο του όλοι-ίδιοι-είναι. Κι επειδή η ανθρώπινη ανάγκη είναι διαρκές μαρτύριο που γυρεύει λύτρωση, ενίοτε παίρνουν κεφάλι τα, βδελυρά, ιδεολογήματα της ριζοσπαστικής δεξιάς. Του νεοφασισμού. Του εθνικισμού και του ρατσισμού.

Η πραγματικότητα, δια χειρός Μπαλτά, είναι στυγνή: «Αν η ριζοσπαστική Αριστερά ρίξει επαρκές νερό στο κρασί της, αν απαρνηθεί στην πράξη τον στρατηγικό της στόχο –την εδαφικοποίηση εκ νέου του φαντάσματος του κομμουνισμού με όρους δημοκρατίας- ώστε να αποβεί κατ’ ουσίαν «συστημική» πολιτική δύναμη, έστω κάπως διαφορετική από τις ήδη εδραιωμένες, τότε μπορεί να της επιτραπεί ακόμα και να κυβερνήσει στο πλαίσιο των τρεχόντων εκλογικών και λοιπών κανόνων».

Αλλά νίκη μ’ αυτούς τους όρους δείχνει πρόσκαιρη: παίρνεις την κυβέρνηση –ποτέ την εξουσία-, αλλά ευθύς αμέσως την ξαναχάνεις. Στόχος του συστήματος είναι να του μοιάσεις. Να σε εξαφανίσεις δια του πανομοιότυπου. Και, προφανώς, συνήθως τα καταφέρνει.

Διότι «οι φορείς του φαντάσματος του κομμουνισμού καλούνται να αντιμετωπίσουν επιπλέον την αλαζονική αδιαφορία ή τις υπεκφυγές των κρατούντων των εξαρχής προστατών του καπιταλιστικού κέρδους πάση θυσία. Θυσία, βέβαια, των άλλων και των πολλών (…) γιατί τούτο ακριβώς είναι το ουκ άνευ του πολιτισμού του κεφαλαίου».

«Ο ΣΥΡΙΖΑ να κατορθώσει να κερδίσει την ηγεμονία των δικών του ιδεών», λέει ο Μπαλτάς. 

 Το φάντασμα της αύριον, η ελπίδα της αύριον, είναι εδώ. Να επανεπενδύσουμε σ’ αυτά, είναι η απαρχή μια νέας δυναμικής πορείας.

 

*Αριστείδης Μπαλτάς, «Η Αριστερά, ως σήμερον, ως αύριον και ως χθες. Ένα φάντασμα πλανιέται…»  νήσος, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2023