Το Ταξίδι: Από τον Ρεμπώ ως τον Κώστα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 06.08.23 ]

«Ετοιμάζω βαλίτσες για το τελευταίο της ζωής μου ταξείδιον» γράφει ο Κώστας. Σαν χθες γράφαμε το «Ταξιδεύοντας» μα πέρασαν δεκαετίες.

Ταξίδι η ζωή. «Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.», γράφει ο Ρεμπώ.

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι είναι μεγάλη υπόθεση η ελευθερία να διαθέτεις τη ζωή σου όπως εσύ θέλεις κι όχι να είσαι σκλάβος της ανάγκης. Και το τελευταίο ταξίδι είναι ταξίδι του φυσικού πεπρωμένου, της ανάγκης δηλαδή. Γι’ αυτό και εισπράττεται ως ματαίωση.

Κι «είναι κρίμα να είσαι μόνος» συνεχίζει ο Κώστας.

Ο θάνατος γίνεται οδυνηρός όταν το Εγώ είναι ισχυρά αγκυρωμένο στη ζωή, μόνο, χωρίς ένα μοίρασμα, χωρίς έναν έρωτα, χωρίς να μπορείς να πεις μαζί με τον Ρεμπώ «Εγώ είναι ο άλλος».

Πόσο ταξίδεψε κι αυτός ο Ρεμπώ!  

Τον βλέπω 16χρονο έφηβο να δραπετεύει από την «υπέροχα ηλίθια» ανία της Σαρλβίλ, να πηγαίνει στο Παρίσι, να φυλακίζεται. Τον βλέπω στην πλατεία Βαντόμ να συμμετέχει με τους απόκληρους και τις πετρολέζ στην Κομμούνα του Παρισιού. Να γράφει: «Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους… Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.».

Ο Κώστας μισανοίγει την πόρτα, με καλημερίζει χαμογελώντας ζεστά. «Εγώ πήρα δύο, εσύ;» με ρωτάει. Η αντιπαράθεσή μας της προηγούμενης μέρας τελείωσε με την καταφυγή στα ηρεμιστικά! Το ταξίδι μας στον Ταΰγετο δεν έγινε ποτέ.

Ο Ρεμπώ επιστρέφει στο σπίτι, αλλά σε λιγότερο από δέκα μέρες ξαναφεύγει. Πηγαίνει περπατώντας στο Βέλγιο όπου θέλει να βρει δουλειά σε εφημερίδα. Δεν τον προσλαμβάνουν. Γράφει, διαβάζει Γάλλους σοσιαλιστές, Προυντόν, αποκρυφισμό, θέλει «να γνωρίσει ότι ο άνθρωπος νομίζει ότι γνωρίζει», περιπλανιέται στο Παρίσι, στη γαλλική επαρχία, στις Βρυξέλλες. Στη Στουτγάρδη βρίσκει μια θέση παιδαγωγού. Μελετά ξένες γλώσσες. Από το Παρίσι πηγαίνει στο Λονδίνο με σύντροφο τον συνομήλικό του νεαρό ποιητή Ζερμαίν Νουβώ. Στη Στουτγάρδη ξανανταμώνει τον Βερλαίν. Από τη Γερμανία, πεζοπορώντας περνά τις Άλπεις και βρίσκεται στην Ιταλία. Παθαίνει ηλίαση, τον μεταφέρουν στην Μασαλλία, ύστερα στο Παρίσι και τελικά στη Σαρλβίλ. Αλλά ξαναφεύγει για το Λονδίνο και ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στη Ρωσία. Στη Βιέννη τον ληστεύουν και επιστρέφει στη Γαλλία μέσω Γερμανίας. Για να ταξιδέψει στην ανατολή κατατάσσεται στον ολλανδικό στρατό και αποπλέει για την Ιάβα, Ιούνιο του 1876. Φθάνοντας στην Μπατάβια, ύστερα από τρεις βδομάδες λιποτακτεί, περιπλανιέται στη ζούγκλα, ανάμεσα σε ιθαγενείς, ώσπου μπαρκάρει σ’ ένα εγγλέζικο καράβι με προορισμό το Λίβερπουλ. Ξαναγυρνά στο σπίτι του. Φεύγει πάλι όμως για το Αμβούργο όπου βρίσκει δουλειά ως διερμηνέας – ιμπρεσσάριος ενός τσίρκου

Περιοδεύει στις Βαλτικές χώρες, όμως το κρύο είναι ανυπόφορο και έτσι πάει πίσω πάλι, μέσω Σουηδίας, στη Σαρλβίλ για να ξαναφύγει αμέσως για την Αλεξάνδρεια, να ξαναρρωστήσει, να μείνει για λίγο σπίτι του μέχρι να αναρρώσει, για να ξαναφύγει για το Αμβούργο και να μπαρκάρει από τη Γένοβα προς την Ανατολή. Περνάει πεζή τις Άλπεις όπου λίγο έλλειψε να πεθάνει από μία χιονοθύελλα. Καταφέρνει να φθάσει στη Γένοβα και να ταξιδέψει στην Αλεξάνδρεια όπου δούλεψε για λίγο ως εργάτης. Ταξιδεύοντας για την Κύπρο βρέθηκε στο Σουέζ όπου έπιασε δουλειά σ’ ένα πλοίο. Στην Κύπρο το 1879 ξανάπιασε δουλειά ως υπεύθυνος σ’ ένα νταμάρι και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς γύρισε σπίτι του άρρωστος από τύφο.

Κανείς από τους φίλους του δεν ξανάδε τον Ρεμπώ μετά την φυγή του απ’ την Κύπρο το 1880. Από κει θα μπαρκάρει για την Ερυθρά Θάλασσα και τον Νοέμβρη του 1880 ξεκίνησε για το Χαράρ της Αιθιοποίας, επικεφαλής ενός καραβανιού… Θα γίνει έμπορος όπλων και σκλάβων …

Η εποχή του Ρεμπώ είναι εκείνη κατά την οποία στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και συγκεκριμένα στον Μπαλζάκ το συγγραφικό Εγώ είναι ένα προσδιορισμένο «κοινωνικό πρόσωπο», είναι ένα εξ αποστάσεως, αφ’ υψηλού βλέμμα στον κόσμο, που πρέπει να τον δείξει, να τον αφηγηθεί. Εδώ το Εγώ συνοψίζει τα κοινωνικά γεγονότα και τους ασκεί κριτική. Έτσι, η ατομικότητα εκφράζει την ψυχο-κοινωνική ολότητα, το Εμείς. Ο Φλωμπέρ αντίθετα γίνεται ο μάρτυρας του αστισμού αλλά και της ευρωπαϊκής παρακμής, γι’ αυτό σ' αυτόν το Εγώ ασκεί κριτική σε μία κοινωνική ομάδα και προτάσσει την αισθητική, δηλαδή μία μεταγλώσσα ως ασπίδα και άμυνα του Ατόμου κατά της αστικής μαζοποίησης και ανίας. Γενικά, η εκβιομηχάνιση, η μαζοποίηση και ο αστισμός θα προκαλέσουν την αντίδραση του ατόμου που αντιστέκεται, που πιστεύει στον εαυτό του. Γι’ αυτό το Εγώ του Μπαλζάκ είναι ένα άτομο προς ενσωμάτωση σ’ ένα Εμείς, ενώ το Εγώ του Φλωμπέρ και του Σταντάλ είναι ένα άτομο που θέλει να ξεφύγει από τη μάζα. Το Εγώ του Ρεμπώ είναι μπαλζακικό.

Το δικός μας Εγώ, το σημερινό, είναι ένα Μεγα-Εγώ, είναι ο Her Omnes του Κάφκα που όταν χάνεται νομίζει ότι χάνεται όλος ο κόσμος!

Η απάνθρωπη Πολιτεία του μέλλοντος οικοδομείται σαν κοραλλιογενής νήσος πάνω στον σωρό από τα πτώματα των κενωμένων από την ουσία τους Εγώ. Γι’ αυτό οι ήρωες του Φώκνερ αναδιπλώνονται στον εαυτό τους για να ζήσουν το εσωτερικό τους όνειρο. Αλλά το σημαντικότερο που αναδεικνύεται στη «Βουή και το πάθος» και στο «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ είναι πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να συστήσει το Εγώ του μέσα στο χρόνο –ως χρονολογική διαδοχή- διότι ζει και να ξαναζεί (λόγω της επιτάχυνσης) επεισόδια της εμπειρίας του χωρίς να έχει συνείδηση ότι τα ξαναζεί. Όλα είναι παρόν και μία πράξη χωρίς τη συνείδησή της. Επίσης, εδώ δεν υπάρχει ο «Άλλος» ως ξένος, ως ανοίκειος, υπάρχει μόνον το Εγώ, που περιλαμβάνει και κάποιους οικείους, τους εντός. Οι «άλλοι» δεν γίνονται αντιληπτοί ως δομημένα εξωτερικά Εγώ, αλλά ως η εντύπωση που εκείνοι έχουν για Μένα. Είναι δηλαδή οι φορείς της εικόνας μου, οι καθρέφτες μου. Αυτοί είμαι Εγώ. Αυτοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Εγώ μου. Γι’ αυτό Εγώ «είμαι οι «άλλοι». «Είμαι», δηλαδή περικλείω τους άλλους, τους απορροφώ σαν μαύρη τρύπα. Γι’ αυτό οι άλλοι δεν υπάρχουν. Σ’ αυτό οφείλεται η μοναξιά μας. Γι΄ αυτό το «Εγώ είναι οι άλλοι», αυτοί που υπάρχουν ανεξάρτητα από μένα, όπως λέει ο Ρεμπώ, παραπέμπουν στην ταύτιση του Εγώ με ένα ανοίκειο άλλο, μ’ ένα Εμείς, που περιλαμβάνει την ξενότητα. Μόνο έτσι μπορεί κανείς ν’ αναφωνεί «Α, οι καιροί να ’ρθουν/ Που όλοι θα ερωτευθούν!».

Γι’ αυτό λέω πως ακόμα και στην εποχή του τέλους που διάγουμε, ακόμα κι αν συμπίπτει με την εποχή των Δολοφόνων, συνεχίζουμε το ταξίδι μας καταγράφοντας σκοτάδια, ασύγγνωστες σιωπές, ιλίγγους, κραυγές και έρωτες, προπάντων έρωτες... Ζώντας κάθε στιγμή…