Το σύνδρομο του Μπάρτλεμπυ και οι απόκληροι

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.07.22 ]

Τρία διηγήματα του Μέλβιλ, για την ακρίβεια μία νουβέλα και δύο διηγήματα, περιλαμβάνονται στο βιβλίο με τίτλο «τρεις απόκληροι». Συνδετικός ιστός, ή ένας από τους συνδετικούς ιστούς είναι «η σκληρότητα και η αναλγησία της κοινωνίας απέναντι στους απόκληρους της ζωής» σημειώνει ο μεταφραστής του έργου Μένιος Κουμανταρέας.

Οι ήρωες του Μέλβιλ είναι οι «εντός» που έγιναν «εκτός», είναι αυτοί που εξέπεσαν, όπως ο Τζίμυ Ρόουζ που φαλίρισε ή ο Μπαρτλεμπυ που απολύθηκε λόγω αλλαγής της κυβέρνησης. «Εκτός» είναι εκείνοι που επιχειρούν να εισέλθουν εντός της δομημένης κοινωνίας, όπως οι μετανάστες, οι οποίοι συρρέουν κατά κύματα στις ΗΠΑ, που είναι ένα έθνος μεταναστών.

Ο Μπάρτλεμπυ είναι ένα βιωματικό έργο, καθώς αναφέρεται στο μυθιστόρημα Pierre του Μέλβιλ, που απορρίφθηκε από τους εκδότες. Ο μελετητής του Μέλβιλ Harold Beaver γράφει (όπως παραθέτει ο Κουμανταρέας) πως στη νουβέλα αυτή έχουμε «μια παραβολή όσων συγγραφέων αρνούνται να γράψουν σύμφωνα με τη ζήτηση της αγοράς ή να συνθηκολογήσουν σε μια κοινωνία της οικονομίας».

Ο Μπάρτλεμπυ ήταν ένας νέος «πελιδνά άμεμπτος, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος» που προσελήφθη ως «αντιγραφέας», αλλά του οποίου η απάντηση για κάθε εντολή του εργοδότη του πέραν της αντιγραφής ήταν η στερεότυπη άρνηση: «Θα προτιμούσα όχι». Η ανυπακοή αυτή, μια ιδιότυπη «παθητική αντίσταση», γινόταν με τέτοιο νηφάλιο αλλά και «παράλογο» τρόπο ώστε κλόνιζε τις «βασικές πεποιθήσεις» του εργοδότη του (το ίδιο συνέβαινε και στο πολύ μεταγενέστερο μυθιστόρημα του Μπέλοου: «Το θύμα»). Ανυπάκουος ο υπάλληλος, αλλά «πάντοτε παρών» και προπάντων έντιμος! Η «θαυμαστή πραότητα» τού «θα προτιμούσα όχι» (Μπάρτλεμπυ), καθιστούν τον εργοδότη "πιόνι" στα χέρια του, αφού υπέβαλε σ’ αυτόν τους όρους του και τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει μέχρι και την επαγγελματική του στέγη.

Τελικά, ο Μπαρτλεμπυ θα πεθάνει στη φυλακή. Αλλά ποιος ήταν πριν; Ήταν «ένας κατώτερος υπάλληλος στο Γραφείο Ανεπίδοτων Επιστολών της Ουάσινγκτον, από το οποίο απομακρύνθηκε ξαφνικά ως συνέπεια μιας διοικητικής αλλαγής». Ακριβώς σαν το «ανεπίδοτο» μυθιστόρημα του Μέλβιλ.

Τα ανεπίδοτα γράμματα, είναι γράμματα νεκρά. Ο επίλογος για τον ταξινομητή των ανεπίδοτων επιστολών που τα ρίχνει στις φλόγες είναι εκπληκτικός. «Αγγελιαφόροι της ζωής, τούτα τα γράμματα σπεύδουν στο θάνατο», γράφει.  

Τη διερεύνηση των αιτιών του λεγόμενου συνδρόμου του Μπάρτλεμπυ, από τον ομώνυμο ήρωα του Χέρμαν Μέλβιλ και της λογοτεχνίας «του όχι» επιχειρεί ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας μέσα από έναν σχολιασμό «αθέατων λογοτεχνικών κειμένων» στο έργο του «Μπάρτλεμπυ και Σία».

Οι λόγοι της άρνησης σύμφωνα με τον Μάτας είναι πολλοί.  Είναι το νεωτερικό θέαμα των συγγραφέων που παραλύουν μπροστά στις απόλυτες διαστάσεις της δημιουργίας και των «ανέφικτων» βιβλίων που είναι κληρονομιά της αισθητικής του ρομαντισμού.

Ο Μάτας χαρακτηρίζει τη «λογοτεχνία του όχι» ως την πιο ανατρεπτική και ελκυστική τάση της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η τάση αυτή αναρωτιέται «τι είναι γραφή» και από αυτή μπορεί να αναδυθούν οι δρόμοι για τη γραφή του μέλλοντος.

Αλλά ποιοι είναι οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν στην άρνηση της γραφής, στην νηφάλια παθητική αντίσταση-ανυπακοή των Μπαρτλεμπυ; «Το να γράφεις σημαίνει, επίσης, να μη μιλάς. Σημαίνει να σωπαίνεις. Σημαίνει να ουρλιάζεις βουβά» σημειώνει η Μ. Ντιράς. Επίσης, η ταυτότητα, δηλαδή η επινόηση μιας ταυτότητας, όταν δημιουργηθεί προκαλεί την ανάγκη μη συνέχισης της γραφής: «Νόμιζα ότι ήθελα να γίνω ποιητής αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα» λέει ένας ποιητής.