Το σκοτεινό ποτάμι

[ Κώστας Καναβούρης / Κόσμος / 17.12.19 ]

 «Οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά» λέει ο ποιητής. Ή έλεγε τέλος πάντων. Βλέπεις, χρειάζεται κι ο παρατατικός των λέξεων και των ποιημάτων, προκειμένου να συνειδητοποιήσεις τον παρατατικό των ανθρώπων. Κι άσε τους ήρωες στον δικό τους ενεστώτα: της οδοιπορίας και του σκοτεινού μεγέθους όλων των ηρωισμών. Άλλωστε οι ήρωες πάντοτε ξέρουν για ποιο λόγο οδοιπορούν και που πηγαίνουν. Ξέρουν ότι το σκοτάδι είναι ο μοναδικός δρόμος προς το φωτεινό σημείο του σκοπού. Και πηγαίνουν. Αιώνες ολόκληρους, χιλιάδες χρόνια πηγαίνουν. Πεθαίνουν στην πορεία και πηγαίνουν. Παίρνουν τα χρόνια την σκυτάλη από τους ήρωες και πηγαίνουν. Ο χρόνος βαδίζει πάντοτε στα σκοτεινά. Θυσιάζονται οι ήρωες. Ας μην μας απασχολήσει τώρα όμως η ψυχική (και νοητική σε ακραία συνθήκη) κατάσταση της υπεραπόλαυσης. Ας μην μας απασχολήσει ο σταθμός που γράφει: εκτελεστικό απόσπασμα. Κι ο άλλος που βοά: βάσανο και εκατόμβη και θάνατος και στρατόπεδο.

Ας τα αφήσουμε. Οι ήρωες πάντοτε προχωρούν. Στα σκοτεινά. Αλλιώς θα είχαμε πεθάνει. Οι ήρωες δεν ζητούν ούτε ψωμί, ούτε νερό, παρά μονάχα το σκοτάδι της οδοιπορίας τους. Γιατί ξέρουν ότι δεν θα επιστρέψουν. Και προχωρούν. Συνεχίζουν μέσα στα ποιήματα, στις εντρυφήσεις των αοράτων, στις εξερευνήσεις των σωμάτων, στα πεδία αιχμής όπου το νερό το είπαν αίμα, και το αίμα ιδέα.

Αλήθεια; Βράδυ ήταν, ένα μονάχα βράδυ. Το βράδυ που οι ήρωες δε πέρασαν από τα μέρη μας. Φαίνεται ότι θα βρήκαν καλύτερο σκοτάδι για να περπατήσουν.

Γιατί το δικό μας σκοτάδι δεν κάνει για τους ήρωες. Ένα απλό σκοτάδι του φόβου είναι. Ένας απλός φόβος του παγωμένου αίματος όπου γλιστράς και πέφτεις. Κρύο σκοτάδι. δεν αφήνει ίχνη. Άλλωστε τι ίχνη να αφήσει το σκοτάδι, στο επόμενο σκοτάδι. Τι ίχνη να αφήσει το κρύο.

Μόλις προχτές βρήκαμε πάλι πεθαμένους. Και παιδιά. Πεθαμένα. Είχανε πάρει λάθος δρόμο και χάθηκαν μέσα στο κρύο σκοτάδι. Βλέπεις δεν ήταν ήρωες. Ήταν απλώς άνθρωποι. Και βρέθηκαν να «περπατούν στα σκοτεινά». Χωρίς ελπίδα. Χωρίς καν απελπισία.

Και τώρα τους προσπερνούν όλοι οι ήρωες της οδύνης. Όλοι οι νεκροί  των Ολοκαυτωμάτων. Όλοι οι ενταφιασμένοι – ζωντανοί στα ορυχεία της Αφρικής. Τους προσπερνούν οι γυναίκες της ερήμου Ατακάμα και οι συγγενείς των θυμάτων στα Γκουλάγκ, τους προσπερνούν οι 200 της Καισαριανής. Τους προσπερνούν όλοι.

Γιατί αυτοί δεν ήταν ήρωες. Απλώς περπατούσαν στα πιο απάτητα μονοπάτια του σκότους: ήταν η ανώνυμη ύλη όλων των θρησκειών. Και πίσω τους κανένα ίχνος. Λες και κανείς δεν πέρασε από δω. Ούτε η Ιστορία.

Α, ναι. Υπάρχουν πολλές φορές που η Ιστορία δεν αφήνει πίσω της ίχνη. Γι’ αυτό οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά. Στο αλλόκοτο σκοτάδι των αθώων που έτρεξε ποτάμι η ζωή τους μέσα στο θάνατο.

Αυτό το ποτάμι ακόμα κυλάει. Με ορμή. Και είναι σκοτεινό ποτάμι.