Πράσινα άλογα

[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 22.07.23 ]

Δάσκαλος στο επάγγελμα μια ολόκληρη ζωή, λογικό να αγαπά τα παιδιά. Για αυτό και τώρα που πάτησε τα ογδόντα φυσικό φαινόταν να ξεπροβάλλει ένα πλατύ

χαμόγελο μπροστά στην παρουσία τους. Να σκαρφίζεται αστεία, να τους τα πει για να ακούσει το γέλιο τους. Αλλά είχε έναν ακόμα λόγο που προτιμούσε τα παιδιά. Δεν είχαν καμία επικριτική διάθεση απέναντί του. Δεν ένιωθαν κούραση, ούτε βαρυγκομούσαν σαν άκουγαν για πολλοστή φορά τις ίδιες ιστορίες να

ξεδιπλώνονται από το στόμα του. Το χωριό του εκθείαζε, με τα άλογα, τους μύλους, τα ποτάμια και τη δύσκολη, αλλά ευτυχισμένη και αληθινή ζωή μιας άλλης

εποχής. Εκστασιασμένα τον άκουγαν τα πιτσιρίκια, κάθε φορά. Με έκπληκτα γουρλωμένα μάτια τον κοιτούσαν, κρεμόντουσαν από τα χείλη του, ανησυχούσαν

μην τυχόν και χάσουν κάποια λεπτομέρεια. Κι όταν εκείνος προσπερνούσε κάποιο σημείο, ευθύς αμέσως εκείνα τον σταματούσαν για να του το υπενθυμίσουν. Έτσι περνούσε το πρωινό. Κάθε πρωί το ίδιο σκηνικό στηνόταν στην πλατεία. Έπινε εκείνος ευχαριστημένος τον καφέ του, με τα παιδιά τριγύρω του και γύριζε έπειτα με την καρδιά ζεστή στο σπίτι.

Και σήμερα το πρωινό τον βρήκε καθισμένο στο ίδιο τραπέζι να ευχαριστεί την κοπέλα, που με το οικείο της χαμόγελο τον σέρβιρε χωρίς να έχει χρειαστεί να

παραγγείλει. Τον γνώριζε πια καλά κι εκείνος χαιρόταν. Ο γιος του να τα βλέπει αυτά που τον έχει βομβαρδίσει με κοπλιμέντα για εκείνη τη γιατρό κι επέμενε κάθε φορά για την επίσκεψη. Μεγάλη επιστήμονας, με πείρα, εξειδικευμένη νευρολόγος. Τι να την κάνει αυτός τη νευρολόγο, αναρωτιόταν, αφού νεύρα δεν είχε, μα ούτε άλλη πάθηση. Μόνο ένα πλατύ χαμόγελο είχε, που με αγάπη καθρεφτιζόταν στα μάτια όλων. Σε κάθε φίλο που περνούσε και τον χαιρετούσε, αλλά δεν καθόταν πια μαζί του. Είναι αλήθεια πως κάπως σαν να τον απέφευγαν τελευταία. Αποκλείεται να είχαν κουραστεί από τις ιστορίες του, να είχαν βαρεθεί, δεν το πίστευε. Ίσως επειδή είχε περισσότερη δροσιά το παραπάνω καφέ. Να τώρα, περνά ο παλιός του φίλος, συνταξιούχος δάσκαλος κι αυτός, τον χαιρετά με χαμόγελο. Ορίστε, όλα τα θυμάται. Άκου άνοια και κουραφέξαλα.

Ο γιος του τον πλησίασε με μια γλυκιά, ενθουσιώδη καλημέρα. Μαζί του ένας συνάδερφος, άγνωστός του. Είχαν έρθει να πιούν μαζί του καφέ, του εξήγησε ο νεαρός άγνωστός του όλο κέφι. Μια λάμψη φώτισε το πρόσωπό του, πίσω από τα γκρίζο του μουστάκι. Με ενθουσιασμό και ανυπομονησία μικρού παιδιού φώναξε την κοπέλα, να παραγγείλουν, να τους περιποιηθεί. Ήρθαν οι καφέδες, άρχισε εκείνος να τους διηγείται. Τι διάβασε στην εφημερίδα, το λαχείο που πήρε και πάλι δεν κέρδισε, αλλά ποιος νοιάζεται. Θα κερδίσει το επόμενο. Για το χωριό του και τα άλογά του τα πράσινα. Καφετιά τον διόρθωνε διακριτικά ο γιός, αλλά εκείνος ούτε που νοιαζόταν. Με τον ίδιο ενθουσιώδη τρόπο συνέχισε τη διήγηση του. Και τα αστεία του, στα οποία η μικρή συντροφιά ανταποκρινόταν με πηγαίο γέλιο.

Πέρασαν κι άλλοι φίλοι, τους χαιρέτησε κι αυτούς, Παρουσίαζε με καμάρι την παρέα του. Κι ο γιός χαιρόταν τούτο το πρωινό. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που ξενυχτούσε με την έγνοια του. Παρέα με τη θλίψη που ερχόταν και τον σκέπαζε κάθε που σκεφτόταν πως ένας αγαπημένος του άνθρωπος έχανε τον εαυτό του. Άνθρωπος με ραγισμένη μνήμη, άνθρωπος ανύπαρκτος. Ανήμπορος να απαντήσει στα αστεία της ζωής, που βρίσκει τον τρόπο να σου υπενθυμίζει την ασημαντότητά σου. Αλλά να που σήμερα, αν εξαιρέσεις εκείνα τα πράσινα άλογα, μια χαρά φαινόταν. Όλα έμοιαζαν λογικά, σωστά συντεταγμένα. Απόλαυσε λοιπόν και ο ίδιος τον καφέ τους με μια ελπίδα ολάνθιστη. Και το τραπέζι ξεχείλιζε από ομιλίες, ιστορίες και γέλια. Το έβλεπε κι ο νεαρός φίλος πως ο ηλικιωμένος άντρας είναι χαρούμενος. Τι σημασία έχει το αύριο; Εξάλλου η ευτυχία είναι στιγμές σκεφτόταν κι αυτό ήταν ξεκάθαρο τώρα μπροστά τους. Αλλά οι ώρες κυλούν, οι δουλειές τρέχουν. Ήταν ώρα να φεύγουν, με την ελπίδα όμως τώρα οδηγό. Σηκώθηκε ο γιος γελαστός να χαιρετήσει, παρέα με τον καλό συνάδερφο, λίγο πιο ήρεμος τώρα, λίγο πιο ήσυχος. 

Η συμπαθής σερβιτόρος στροβιλίζοντας το δίσκο γύρω από τα τραπέζια, ρώτησε τον ηλικιωμένο άντρα, αν ήθελε να μαζέψει τα ποτήρια. «Ναι σε παρακαλώ» της

απάντησε κι αμέσως συμπλήρωσε «πες μου σε παρακαλώ, μήπως ξέρεις ποιοι ήταν οι κύριοι;». Εκείνη, καθαρίζοντας το τραπέζι βιαστικά, του έγνεψε αρνητικά. Τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς σκεφτόταν, το λειψό μεροκάματο. «Ούτε εγώ» αποκρίθηκε εκείνος με μια ξαφνική ακαθόριστη λύπη. Πριν προλάβει να το σκεφτεί περισσότερο, ακούστηκαν οι φωνές των παιδιών τριγύρω του. Άπλωσε εκείνος τα χέρια σε μια αγκαλιά μεγάλη. Θα ξεκινούσε σήμερα την ιστορία με τα πράσινα άλογα. Το είχε αποφασίσει.