Ποίημα για το κενό των πέντε με επτά

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 03.09.22 ]

Πήρε να φορέσει τα ψηλοτάκουνα σανδάλια της. Με το που τα κράτησε στα χέρια με μια αποφασιστική κίνηση τα σφεντόνιασε στον τοίχο. Έπεσαν στο πάτωμα άτσαλα, σαν όλες τις δικτατορίες. «Στο διάβολο! Δύο δεκατρία είμαι! Τι λέω; Ο Φασούλας είναι τόσο κι εγώ τον περνάω. Δεν έχω ανάγκη ψηλοτάκουνα». Έχωσε τα πόδια της στα άνετα αθλητικά της, έστρωσε τα μαλλιά της στον καθρέφτη, εκείνον που λίγο πριν την είχε δει γυμνή να του χορεύει (του καθρέφτη). Πέταξε ένα μικρό που διάβαζε βιβλίο στο καλάθι των αχρήστων. (Άνδρας που γράφει για γυναίκες. Άλλος ένας που διατείνεται ότι καλύτερα μας ξέρει, έτσι γράφει για μας και εμείς πληρώνουμε κιόλας για να διαβάσουμε τις σοφίες του…) «Τον πούλο» φώναξε και τέντωσε τον μέσο δάκτυλο διπλώνοντας τους υπόλοιπους. Άλλωστε αυτό έγινε και στο βιβλίο. Ο ήρωας τελικά αυτό πήρε. Την ίδια μέρα έχασε γκόμενα και σύζυγο και ξέμεινε με λίγους στίχους και μάλιστα ούτε καν δικούς  του.

Ωραία που είναι να περπατά στην αποβάθρα με βήμα ανάλαφρο, χορευτικό, με όλο της το ανάστημα ξεδιπλωμένο, να απολαμβάνει τον αέρα που σηκώνει σε χορό τη θάλασσα, τον ίδιο αέρα που της αφαιρεί τα ρούχα ένα-ένα και την αφήνει ένα σώμα ολόγυμνο  να περπατά στην αποβάθρα με τα βολικότατα αθλητικά παπούτσια της. Μόνο.

Εντάξει, όχι μόνο. Φοράει κι όλα αυτά τα βλέμματα που την κοιτούνε με φθόνο, (γιατί το σώμα πρέπει να το ντύνεις, να μην προκαλείς τον βιαστή και τα παπούτσια πρέπει να είναι ψηλοτάκουνα για να τον ερεθίζεις -αφού τον θες τον βιασμό σου κατά βάθος… είπε ο άνδρας που τα πάντα για τα γυναικεία σώματα και τις ψυχές γνωρίζει, καίτοι άγαμος! κι εμείς ακούμε…). Φοράει και το φως του φεγγαριού, απομεσήμερο ξανά, μεταξύ πέντε και επτά, φυτρώνει ένα φεγγάρι ιδιωτικό ένα για καθεμιά μας. Και γελάει, γελάει. Θεέ μου πώς γελάει!

Ένα ποίημα είναι σου λέω. Γελάει και ο Ποιητής του από ψηλά.

 

*Αν δεν πεθάνουμε επάνω στον χορό, ωραίο θα ’ταν να πεθάνουμε στα γέλια, στο κενό των πέντε με επτά, καθώς θα αποφαίνονται αυτοί που ξέρουν καλύτερα από εμάς  τι είναι βιασμός και τι δεν είναι.

Τον οίκτο μου μονάχα τον απέραντο και απύθμενο στους βιαστές σωμάτων και ψυχών γιατί ποτέ τους δεν θα νιώσουν πώς είναι ένα σώμα, μια ψυχή  όταν  χαρίζεται, ποιος είναι ο παράδεισος της ποίησης.    

«Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης,

συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.

Δεν θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές

ένας ήλιος σε κρατάει απ’ τις μασχάλες»  

άντρας τους έγραψε τους στίχους που διαλέγω για το τέλος, γιατί δεν είναι όλοι ίδιοι και γιατί αυτοί που κανένας δεν κατόρθωσε «ίδιους» να τους κάνει θα έχουν πάντα την αγάπη μας και το «μαζί» μας θα τους περιέχει και γιατί τα ποιήματα ανήκουνε σ’ αυτόν που τα ’χει ανάγκη…  

 **Πίνακας του Πικάσο