Ολούθε…

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 04.11.18 ]

Είχε παραβεί τις εντολές των «ειδημόνων», τους φόβους των δικών της, τις προσωπικές της φοβίες, -προπάντων αυτές!-, ήθελε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, σε αυτό που ήξερε ότι κατά βάθος δεν έπαψε να είναι. Αχ! Και ούτε ήθελε ποτέ αυτό να συμβεί, αλίμονο!

Καβάλησε το ποδήλατο,-τόσος καιρό άρνησης κι αποφυγής!-, μ’ ένα σκίρτημα φόβου είναι η αλήθεια,-αυτό το μάγκωμα που σου λέει «μη»!- σα να ξεπηδά από κάποιο αρχέγονο συναίσθημα, ένα τέρας που το μόνο που κάνει είναι να ενοχοποιεί και να απαγορεύει-.

Στα φανάρια του δρόμου σταμάτησε, κατεβάζοντας το πόδι από το πεντάλ, το ένιωσε να τρέμει ελαφρά, «θα το αγνοήσω!» είπε με ελαφρό καρδιοχτύπι, οι δρόμοι με περιμένουν!

Στο πράσινο, ξεχύθηκε απέναντι, δεν έβλεπε την ώρα, να τη ρουφήξουν οι χωματόδρομοι, και τ’ αγροτόσπιτα, ως και τα σκυλιά, αδέσποτα που θα θέλγονταν από τις κινούμενες ρόδες και θα την έπαιρναν αλυχτώντας στο κατόπιν, δεν την τρόμαζαν πια!

Η καρδιά της είχε μπει σχεδόν στη θέση της, «δεν έχω τίποτα!» φώναζε μέσα της, «είμαι μια χαρά, πετάω!» Και κανένα αυριανό «ταξίδι», καμία οδυνηρή γνώση, ακόμη περισσότερο, κανένα τρομερό «άγνωστο», δεν έμπαινε εμπόδιο ανάμεσα σ’ αυτήν και το δρόμο ,αυτόν τον χωματένιο, τον φυλλοστρωμένο , τον ευλογημένο, τον χιλιοπατημένο πιότερο από ζώα κι ανθρώπους, παρά από τροχοφόρα.

……………………………………………………….

Και κάπου εκεί, χιλιόμετρο στο χιλιόμετρο, χαμπάρι δεν πήρε ότι ξεστράτισε! Κι είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Δεξιά κι αριστερά χωραφιές, στο βάθος-βάθος, ίσια που διαγράφονταν το μπλε της θάλασσας. Ο προσανατολισμός της, από γεννησιμιού της, ποτέ δεν ήταν ο καλύτερος… Τα χρειάστηκε! Ποδηλάτησε για λίγο με κάποιο δισταγμό μπροστά, -μα πώς πήρε αυτό το δρόμο και χάθηκε σκεφτόταν, … ώσπου έκοψε με το μάτι μια φιγούρα… Και πίσω απ’ αυτήν -πώς δεν την πρόσεξε;- μια χαμηλή αγροικία, απ’ αυτές τις ταπεινές, τις πετρόχτιστες, που κλαδιά και πρασινάδα ξεπηδάει από το κορμί των τοίχων τους, ένα λες, με τη γης γύρω τους…. Ένας άνθρωπος! Στη μέση  του πουθενά! Ένας ξερακιανός γέροντας…. Αλλά όχι, δεν ήταν μόνος, ένα κούτσικο, ένα μελαχρινό αγοράκι, γυρόφερνε κουζουλά τριγύρω, «παππού! παππού!»

Έκοψε ταχύτητα, σταμάτησε μπρος τους.

«Καλησπέρα κοπελιά!» Την πρόλαβε ο γέροντας. Κι είχε μια καλόγνωμη όψη.

«Αχ! Τι καλά!» της ξέφυγε από την ανακούφιση που ένιωσε. «Νόμισα ότι χάθηκα!»

Και καθώς, της φάνηκε πως παιδί και γέρος την κοιτούσαν κοροϊδευτικά  -αλλά με χαρά!- συμπλήρωσε σχεδόν ντροπιασμένα.

«Μα… Πού βγαίνει αυτός ο δρόμος;»

«Ολούθε!» Απαντάει ο γέροντας χαμογελώντας.

«Ολούσε! Ολούσε!» πήρε τη λέξη, ψευδίζοντας κι ο μικρός, στριφογυρίζοντας στα πόδια του παππού.

«Θες πας ευθεία, βγαίνεις Γκριζοχώρι, θες πας δεξιά εδεκεί στα ευκάλυπτα, βγαίνεις στο άσφαλτο για την πόλη, θες πας αριστερά, φτάνεις θάλασσα! Εξαρτάται συ πού θέλεις να πας! Γιατί από πόδια,  για να φτάσεις ως εδώ!...»

………………………………………………………………

Είχε απομακρυνθεί κάμποσο, αλλά τα τιτιβίσματα του μικρού αγοριού, που μόλις είχε ακούσει μια μαγική λέξη, τριγύριζαν στ’ αυτιά της!

«Ολούθε! Ολούθε!» τραγουδούσε μέσα της μια φωνή. Και κάποιο χέρι σα να ζωγράφιζε, μπροστά της, όλες τις πιθανές κι απίθανες επιλογές!  Ολούθε λοιπόν μπορούσε να πάει. Στη χαρά, στη θλίψη, στην ελπίδα, στη μιζέρια, στον αγώνα στην παραίτηση. Χιλιάδες δρόμοι. Κι αυτή οδηγός.