Οι μεγάλοι λογοκριτές

[ Κατέ Καζάντη / Διασπορά / 06.01.24 ]

«…Η ζωή μας καταληστεύεται και πωλείται προς χρηματοδότηση της ελευθερίας των επιχειρηματιών του κατασκοπευτικού καπιταλισμού και προς καθυπόταξη της δικής μας ελευθερίας, για τη χρηματοδότηση της γνώσης τους και της άγνοιάς μας ως προς το τι γνωρίζουν…» Σοσάνα Ζούμποφ, Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού

 Πόσο, αλήθεια, ενοχλητικό μπορεί να είναι ένα δημοσίευμα σε ένα προσωπικό προφίλ στο Φέισμπουκ, το οποίο μιλά για τις περικοπές στις δαπάνες των Εθνικών Συστημάτων Υγείας, και την πτώση του προσδόκιμου ζωής των εργατικών τάξεων; Πόσο φριχτή μπορεί να είναι μια φωτογραφία που απεικονίζει ένα άνθρωπο –του οποίου μάλιστα το πρόσωπο δεν φαίνεται- στο κρεβάτι του πόνου ώστε να κριθεί ότι παραβιάζει τους όρους της κοινότητας;  Πόσο δηλαδή «βίαιο και σκληρό περιεχόμενο» μπορεί να έχει ώστε να μετακινηθεί η δημοσίευση «πιο χαμηλά στη ροή»;

Η αλήθεια είναι πως όντως η βία που υποδηλώνει το ενσταντανέ είναι η χειρότερη δυνατή: όταν παρατηρείται το φαινόμενο, μια και δυο και τρεις φορές, σε περιόδους ειρήνης, όπως τώρα εν Ελλάδι, να ξεψυχούν αβοήθητοι άνθρωποι στους δρόμους ή σε καρότσες φορτηγών, τούτο αποτελεί την αίσχιστη στιγμή ενός συστήματος, όπου η κρατική βία, την οποία υπαγορεύει η ρατσιστική θεωρία των ανθρώπων – κοινωνικών τάξεων που περισσεύουν,  χαράσσει την πολιτική γραμμή. Να πεθαίνεις μόνο και μόνο επειδή είσαι πολίτης/ισσα δευτέρας διαλογής, είναι το προτεινόμενο, καθαγιασμένο από την αγορά, μοντέλο. Το οποίο όλ@ οφείλουμε να αποδεχόμαστε ως το μόνο κανονικό. Αλλιώς, αν του ασκείς κριτική, σε κόβει η λογοκρισία.

«Αν μας δώσετε περισσότερες πληροφορίες για σας, για τους φίλους σας, εμείς μπορούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα των αναζητήσεών σας. Δεν χρειάζεται καν να πληκτρολογήσετε. Γνωρίζουμε πού είστε. Γνωρίζουμε πού ήσασταν, πάνω κάτω γνωρίζουμε και το σκέφτεστε», έλεγε ο Έρικ Σμιθ της Google (Σ. Ζούμποφ).

Όπως επίσης γνωρίζουν και την πολιτική ιδεολογία της καθεμιάς/ενός. Και τη λογοκρίνουν εάν δεν τους αρέσει. Πώς, ας πούμε, θα αφήσει ο Έλοντ Μασκ, ομοτράπεζος της Μελόνι, να επιτρέψει στο “X” (Twitter) την αναπαραγωγή φιλεργατικών απόψεων; Ομοίως και ο Ζούκεμπεργκ, όπως εδώ; Το διόλου μα διόλου αόρατο, το χέρι με ονοματεπώνυμο, των επιχειρηματιών κόβει, ράβει κι ελέγχει. Υπαγορεύει συμπεριφορές, ποδηγετεί όσ@ διανοούνται να αντιδράσουν.

Σου ρίχνουν κατάμουτρα την ενοχή, πως τάχατε είναι δικό σου προϊόν η βία, δικό σου πρόβλημα η αναπαραγωγή της. Η οικονομία της γνώσης των «αρίστων» μετράει θύματα στις πληβειακές τάξεις, εκεί όπου η πληροφορία φτάνει διαμεσολαβημένη: η τεχνική νοημοσύνη παίζει τα παιχνίδια του κεφαλαίου, επηρεάζοντας πολιτικά αποτελέσματα. Οι «άριστοι» πληρώνονται αδρά, στρέφοντας τα επιτεύγματα της επιστήμης, ως άλλη, πνευματικού τύπου, ατομική βόμβα, εναντίον των από κάτω.

«…Πλέον, στο περιβάλλον ενός οικονομικού σχεδίου του νέου αιώνα, αυτό που ανασκάπτεται, διαμελίζεται και υφαρπάζεται είναι η ανθρώπινη φύση. Είναι αισχρό να υποθέτουμε πως η βλαπτικότητα του σχεδίου αυτού έγκειται απλώς στο γεγονός ότι οι χρήστες δεν αμείβονται (…) η πεμπτουσία της εκμετάλλευσης είναι η μετουσίωση της ζωής μας σε συμπεριφορικά δεδομένα για τη βελτίωση του ελέγχου πάνω μας…» (Σ. Ζούμποφ).

Έτσι: να κόβονται, να περιορίζονται, να χαμηλώνουν με διάφορα προσχήματα, οι αναρτήσεις που κινούνται σε άλλο πνεύμα, είναι αυτονόητη υποχρέωσή τους. Για να μην παίρνουμε θάρρος, για να φαίνεται, ξανά και ξανά, ποια είναι τ’ αφεντικά.

Οπότε, λίγη προσοχή ουδέποτε έβλαψε. Κι αν στο βιομηχανικό καπιταλισμό τα θύματα της φύσης ήταν βουβά, «αυτοί που επιθυμούν να κατακτήσουν την ανθρώπινη φύση θα ανακαλύψουν πως τα δυνάμει θύματά τους έχουν βροντερή φωνή κι είναι έτοιμα να ονοματίσουν τον κίνδυνο και να τον υπερνικήσουν».

Στη μια ανάρτηση, άρα, που κόβεται, να ανεβαίνουν δέκα ανάλογες.