Οι «αντισημίτες» Λόουτς–Κόρμπιν και οι λαοί που περισσεύουν

[ Κατέ Καζάντη / Κόσμος / 17.10.23 ]

Το όχι πολύ μακρινό 2018, όταν το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, αποφάσισε να ανακηρύξει επίτιμο διδάκτορα τον Βρετανό σκηνοθέτη, Κεν Λόουτς, ο τότε πρωθυπουργός του Βελγίου και νυν πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, προέβαλε σθεναρή αντίδραση. Κατηγόρησε, ομιλώντας μάλιστα στη Μεγάλη Συναγωγή της χώρας του, τον Λόουτς για αντισημιτισμό, υπαγορεύοντας στο πανεπιστήμιο να πάρει πίσω την απόφασή του, πράγμα το οποίο η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έπραξε. Τονίζοντας πως ο «πρωθυπουργός δεν έχει καμιά υποχρέωση να ασχοληθεί με την ακαδημαϊκή ελευθερία και το πανεπιστήμιο δεν περιμένει άδεια από τον πρωθυπουργό για να προχωρήσει στην επιλογή του». Την ίδια περίοδο, ο ριζοσπάστης αρχηγός του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας, Τζέρεμι Κόρμπιν, βρισκόταν επίσης αντιμέτωπος με βαριές κατηγορίες για αντισημιτισμό. Κατηγορίες οι οποίες, μαζί με εκείνες του Λόουτς, υπήρξαν ένας από τους λόγους που ανέκοψαν την πορεία των Εργατικών για την νίκη έναντι των Τόρις.

Όποι@ όμως έχει, στοιχειωδώς έστω, παρακολουθήσει την πολιτική πορεία του Κόρμπιν εύκολα κατανοεί πως όλος εκείνος ο θόρυβος δεν ήταν παρά ένα καλοστημένο σενάριο, φέικ νιους, προπαγάνδα-λάσπη στον ανεμιστήρα, μια υπόθεση δηλαδή τόσο μα τόσο συνηθισμένη πλέον, και στην Ελλάδα και αλλού. Στην περίπτωση δε του Λόουτς, το όλον ζήτημα θα χαρακτηριζόταν πέρα για πέρα φαιδρό, εάν βέβαια δεν ήταν τόσο βαθιά επικίνδυνο. Διότι η τέχνη του βρετανού σκηνοθέτη διατρέχεται από έναν βαθύ ανθρωπισμό: η ταξική μεροληψία του υπέρ των από κάτω, η οποία ανάγει σε πρωταγωνιστές τους αθέατους πληβείους, καταδεικνύοντας την εις βάρος τους αδικία, το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνη με την έμφαση που δίνει στα αδικαίωτα του κόσμου της εργασίας, δεν αφήνουν χώρο για ρατσιστικές πεποιθήσεις. Μοιάζει σενάριο συνωμοσίας: θα έλεγε κανείς πως οι κατηγορίες για αντισημιτισμό προσάπτονται σχεδόν πάντα σ’ εκείν@ που αμφισβητούν την εξουσία της δύναμης. Σ’ εκείνους δηλαδή που δεν θα μπορούσαν ποτέ να συγκατανεύσουν στο αφήγημα των «λαών που περισσεύουν», εκείνους που όχι μοναχά καταπιέζονται, αλλά και υφίστανται άτυπες ή κυριολεκτικές γενοκτονίες, ενώ, μάλιστα, τούτο το αφήγημα ενίοτε η «πολιτισμένη» Δύση, αν δεν το προωθεί, το αφήνει ανενόχλητα να διαχέεται –βλέπε προσφυγικό-μεταναστευτικό, επαναπροωθήσεις κ.ο.κ.   

Να εξηγείς, ή να υποκρίνεσαι πως εξηγείς, και να παίρνεις θέση απέναντι σε ένα συμβάν δίχως να ανατρέχεις στην ιστορία του, δίχως να αναλύεις τους συσχετισμούς δύναμης, δίχως να σέβεσαι τις πολιτισμικές διαφορές ή και την κατεύθυνση που παίρνουν κάθε φορά οι ιμπεριαλιστικές δυναμικές, υποδηλώνει, εμπρόθετη ή όχι, πολιτική αβελτηρία. Στην περίπτωση του Μεσανατολικού, όρος ο οποίος μεταφορικά δηλώνει κάθε χρονοβόρο και δυσεπίλυτο πρόβλημα, η τοποθέτηση της Δύσης στο πλευρό του κράτους του Ισραήλ, με ιστορικές ρίζες σε μια συλλογική ενοχή αλλά και σε οικονομικά συμφέροντα, σήμερα, περίπου απαγορεύει την κριτική: η έμφαση στο χαρακτήρα και τα πεπραγμένα της Χαμάς καλύπτει επιμελώς την ακροδεξιά κυβέρνηση του Νετανιάχου και τα δικά της πεπραγμένα. Η δημιουργία ενός άλλου «λαού που περισσεύει» στη Μέση Ανατολή βαραίνει, θα έλεγε κανείς, πρωτίστως τη Δύση. Η οποία ρίχνει τη ρετσινιά του αντισημιτισμού σε όποι@ ασκεί το θεμελιώδες δικαίωμα στην πολιτική κριτική.

Είναι παγκοίνως γνωστό πώς ο διαβόητος «δυτικός πολιτισμός» μπορεί να δημιουργεί Μπιν Λάντεν, να οπλίζει ISIS, να φτιάχνει το γόνιμο έδαφος να φυτρώνουν Χαμάς. Αλήστου μνήμης ο χαρακτηρισμός από τον Μπους τζούνιορ (2001) «αποτυχημένος ηγέτης» για τον κάποτε «τρομοκράτη» και κατόπιν κάτοχο του Νόμπελ Ειρήνης (1994)  Γιάσερ Αραφάτ, αλήστου μνήμης και ο αποκλεισμός του από το Ισραήλ στη Ραμάλα. Οι φανατικοί της Χαμάς δεν φύτρωσαν ξαφνικά. Δημιουργήθηκαν από τις συνθήκες ύπαρξης, την εξαθλίωση, την καταπίεση, τους καταναγκασμούς, των Παλαιστινίων, βοηθεία μιας διεθνούς κοινότητας μάλλον μεροληπτικής υπέρ του Ισραήλ.

Αλλά η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων με ταυτόχρονη κριτική στην κυβέρνηση Νετανιάχου, δεν σημαίνει ούτε ταύτιση ούτε δικαιολόγηση της Χαμάς. Πολύ περισσότερο, δεν υποδηλώνει κανενός είδους αντισημιτισμό. Η καλλιέργεια, όμως, του φόβου να διατυπωθεί μια άλλη άποψη, μην τυχόν και κατασυκοφαντηθείς όπως ο Κόρμπιν ή ο Λόουτς, υποδηλώνει μια νέας μορφής ανελευθερία. Η οποία όσο επεκτείνεται τόσο θα δημιουργούνται νέοι λαοί – απορρίμματα, στα πρότυπα εκείνα που οδήγησαν στις σκοτεινότερες σελίδες της ιστορίας.