Ο Στάθης Τ.

[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 11.10.17 ]

Με τον Στάθη Τ., ήμασταν συμμαθητές στο Λύκειο. Μια μάνα μόνο και ένας μικρότερος αδερφός.

Χαρούμενο παιδί, κοινωνικός, καθόταν συνήθως στο προτελευταίο θρανίο στην μεσαία σειρά, αλλά όχι μόνιμα. Ήταν και μερικές φορές, που πήγαινε και καθόταν στην άλλη άκρη, στο τελευταίο θρανίο. Μόνος του.

Ήταν εκείνες οι φορές που ήταν συννεφιασμένος, δεν μίλαγε παρά σε ελάχιστους από εμάς. Επιλεκτικά και άκρως σοβαρός. Και όταν τον ρώταγες αν είναι καλά, δεν απαντούσε. Βούρκωνε και κούναγε το κεφάλι.

Βλέπεις, ακούγονταν διάφορα έντονα κουτσουμπολιά κατά καιρούς. Πως έκανε διάφορα με κάποιους συμμαθητές στην τουαλέτα. Ήταν και εκείνο το στυλ που είχε στην ομιλία και στις αντιδράσεις του που δημιουργούσαν κάποιες έντονες εντυπώσεις. Και έβαφε το μαλλί του ξανθό. Και φαινόταν. Με κάποιους συμμαθητές μάλιστα υπήρξαν φορές με απίστευτη ένταση και αψιμαχίες, ιδιαίτερα όταν πήραμε χαμπάρι πως τον είχαν στριμώξει αυτόν και έναν άλλον συμμαθητή, τον Γιώργο τον Τ. και τους συμπεριφέρονταν σαν σκουπίδια.

Συμμαθητής και ο Γιώργος, με διαφορετική στάση και ομιλία από το γενικό σύνολο των μαθητών του Λυκείου. Και ήμασταν ακόμη Λύκειο Αρρένων. Η τελευταία φουρνιά των «καθαρόαιμων», πριν γίνουν τα σχολεία μικτά. Ο Στάθης λοιπόν προσπαθούσε να αντιμετωπίζει με χιούμορ τα συνεχή πειράγματα, μερικά ιδιαίτερα αισχρά. Ο δε Γιώργος, καθόταν μόνος του στο μπροστινό θρανίο και όλο έκλαιγε. Ήταν μόνιμα απομονωμένος. Ο Στάθης όμως –συνήθως- γέλαγε. Εκτός αν κοίταγες μέσα στα μάτια του. Εκείνα είχα δει εκείνη την φορά και βούτηξα τον κολλητό από το μπράτσο και πέσαμε πάνω στους «νταήδες». Μπήκε στην μέση ο Στάθης και μας ηρέμησε, λέγοντας «εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, όλα καλά, ηρεμήστε, μια παρέα είμαστε» και τέτοια.

Με τους καθηγητές δεν θυμάμαι να είχε κάποια θέματα, εκτός από μια φιλόλογο με την οποία είχε σκοτωθεί αρκετές φορές, επειδή τον μείωνε λεκτικά και δημόσια. Με την ίδια που σκοτώθηκα κι εγώ κάποια στιγμή για κάτι κοινωνιολογικές αναλύσεις του κώλου που προσπάθησε να κάνει, μιλώντας για τους Χϊππηδες και την φιλοσοφία του ροκ. Και μιλάμε για αρχές δεκαετίας του 80 τώρα. Μέλος συγκροτήματος πια. Με μαλλί μέχρι τους ώμους. Τέλος πάντων.

Φτάσαμε στην Τρίτη Λυκείου. Πήγαμε πενθήμερη στην Κέρκυρα. Δεν θυμάμαι τον Στάθη εκεί. Αλλά μπορεί και να ήταν. Πολλούς δεν θυμάμαι πια. Μάλλον όμως δεν είχε έρθει.

Την τελευταία ημέρα του σχολείου ο Στάθης με έπιασε και μου είπε πως αν θέλω, κερνάει αποχαιρετιστήριο καφέ σε μια καφετέρια εκεί κοντά.

Εγώ, αυτός και η κοπέλα του!

Δεν κάναμε πολύ παρέα, δεν είχα ποτέ σκεφτεί πως θα μπορούσε να εχει κοπέλα ο Στάθης, αλλά για κάποιον λόγο δέχθηκα. Από περιέργεια ίσως.

Μιλήσαμε γελώντας για πολλές φάσεις του σχολείου, η κοπέλα του συνέχεια στην αγκαλιά του, μια εικόνα που αφενός μεν δεν περίμενα, αφετέρου ήταν και εκείνη η μη κατονομαζόμενη θλίψη για όλα εκείνα που είχε ανεχθεί στο σχολείο.

Όταν χαιρέτησα για να φύγω, σηκώθηκε με αγκάλιασε και μου είπε χωρίς να κρύβεται από την κοπελιά του, πως θεωρούσε πως όφειλε να με κεράσει έναν καφέ, που σε κάμποσες φάσεις τον είχα υπερασπιστεί.

Πήγα να ρωτήσω κάτι, ντράπηκα, το άφησα στην μέση.

Κατάλαβε.

Μου το εξομολογήθηκε τότε μόνος του πως οι σεξουαλικές του προτιμήσεις είναι δύο όψεων. Και ανοικτά, από τους παλιούς συμμαθητές, το ήξερα πλέον μόνο εγώ. Και φυσικά η κοπέλα του. «Απλά στο λέω τώρα, για να ξέρεις πόσο εκτίμησα που με υπερασπιζόσουν και ποτέ δεν με ρώτησες τι και γιατί. Δεν σε ένοιαζε. Κι αυτό ήταν μεγάλη δύναμη ρε φίλε…»

Χαθήκαμε. Όπως με πολλούς.

Περίπου τρία χρόνια μετά, ανεβαίνοντας την Ζήνωνος, διασταυρώθηκαν τα βήματά μου με μια κατάξανθη κοπέλα με μεγάλα γυαλιά. Μισοκοίταξα επιδοκιμάζοντας από μέσα μου και προσπέρασα. Άκουσα να με φωνάζουν. Με μια κάπως γνώριμη φωνή. Σταμάτησα και γύρισα. Η κοπέλα με κοίταγε και χαμογελούσε. Πλησίασα. Σχεδόν ψιθυριστά άκουσα «Ο Στάθης είμαι ρε Σπύρο!...»

Αμήχανη σαστιμάρα. Κι αυθόρμητα γέλια, όπως γελάνε δύο παλιοί συμμαθητές όταν συναντιούνται ξαφνικά. Αγκαλιαστήκαμε. Οδηγοί και περαστικοί κοιτάζανε.

Έβγαλε τα γυαλιά.

- «Ρε συ Στάθη!...»

- «Μην φωνάζεις ρε! Η κανονικότητά σου δεν θα μπορεί να διαχειριστεί τα βλέμματα του κόσμου μετά!...» και γέλαγε.

- «Ρε συ…»

- «Μην φρικάρεις ρε Σπύρο. Έκανα τις επιλογές μου. Σε δύο μήνες φεύγω για εγχείρηση στο εξωτερικό. Θα είμαι αυτό που βλέπεις τώρα. Εντελώς…»

- «Η οικογένειά σου ρε Στάθη; Η μάνα σου; Ο αδερφός σου;»

- «Δεν έχω πια οικογένεια φίλε… Εγώ είμαι η οικογένειά μου πια…» και η γνώριμη από παλιά θλίψη, πέρασε από τα μάτια της

 Δεν πήγαμε για καφέ. Βιαστικοί και οι δύο. Είπαμε μερικά πράγματα ακόμη, εκεί στο πεζοδρόμιο. Για σπουδές, δουλειά. Ζόρια μεγάλα. Δεν τα έλεγε, τα καταλάβαινες.

Αγκαλιαστήκαμε εκεί καταμεσής του δρόμου, σθεναρά, αντρίκια, με μια γερή χειραψία στο τέλος

- «Να ξέρεις ρε, αν ήταν κάποιος άλλος και δεν ήσουν εσύ, δεν θα του μίλαγα…»

Και πήρε να κατεβαίνει την Ζήνωνος να πάει στην ζωή του

Συνέχισα προς Εξάρχεια να ψάξω την δική μου

 Τριανταδύο χρόνια μετά, έπειτα από την χθεσινή ψηφοφορία στην Βουλή, τον φαντάζομαι κάπου να χαμογελάει. Με εκείνη την γήινη θλίψη στην άκρη των ματιών.

Να είναι καλά, όπου και να είναι, ότι κι αν επέλεξε να είναι…

 (Η μουσική πάει πακέτο, για όσους ξέρουν λίγα για τον /την Mark Free…)

https://www.youtube.com/watch?v=HbP7t5eH3NE