Ο καημός της ξενιτιάς

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 29.01.22 ]

Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά στο Λονδίνο των μεγάλων ελπίδων και των δρόμων των στρωμένων με ένα καλύτερο μέλλον. Είναι ξημερώματα στην πρωτεύουσα της Γηραιάς Αλβιώνας. Οι λόρδοι ξυπνάνε σιγά σιγά και οι μπάτλερ τους σιδερώνουν την εφημερίδα... Στο Λονδίνο των μεγάλων δρόμων και των μικρών μισθών, των ονείρων και της ομίχλης, τα παιδιά μας συνεχίζουν τον αγώνα τους για ευημερία και δημιουργία. Ακόμα μια μέρα στη μεγάλη πρωτεύουσα ξεκινάει. Μιλούνια μεταναστάκια ετοιμάζονται για μια ακόμα μέρα στην βροχερή Αγγλική πρωτεύουσα. Ένα ξυπνητήρι χτυπάει στις έξι και μισή και ο Αλέξανδρος αρχίζει τη μέρα του … Ο Αλέξανδρος εκεί κυνηγάει το όνειρο που του στέρησε η πατρίδα και θα πετύχει γιατί ξέρει τι θέλει αψηφώντας εμένα που εδώ σιγοτραγουδάω δακρύζοντας: «Δε θέλω εγώ παινέματα, παρηγοριές και ψέματα, να γιατροπορευτώ. Θέλω το γιο μου, το Αλεξανδράκι, που ’ναι στην ξενιτιά. Χαρείτε τα καράβια σας, τα πλούτη μες στα αμπάρια σας, δε θα τα λιμπιστώ». Μέχρι πριν λίγο νομίζαμε ότι δεν μας αφορά αυτός ο καημός αλλά η οδύσσεια συνεχίζεται ως περιπέτεια, νόστος και πόνος. Η αφαίμαξη αυτή, που άρχισε στην πατρίδα μας με την πρόσφατη κρίση είναι ακόμα πιο οδυνηρή αφού αυτοί που ξενιτεύτηκαν ανήκουν, κυρίως, στα νιάτα, στα παιδιά μας. Καημός δυσβάσταχτος η ξενιτιά, παράπονο για τους γονείς και, κυρίως, για τη μάνα...

Η Κρίστεβα θεωρεί ότι την ώρα που ο κόσµος µας γίνεται ένα melting pot, τίθεται ένα ερώτηµα που θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για την ηθική του 21ου αιώνα: Πώς είναι δυνατό να ζήσουµε µαζί µε τους άλλους, χωρίς να τους απορρίψουµε ή να τους αφοµοιώσουµε, αν δεν αναγνωρίσουµε ότι είµαστε ξένοι µέσα στον εαυτό µας; Η συγγραφέας αποδεικνύει ότι ο "ξένος" µπορεί να γίνει δηµιουργικά αποδεκτός από το έθνος το οποίο τον υποδέχεται, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει ότι το έθνος είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της διαµόρφωσής µας ως άτοµα. Το ζητούµενο, εν τέλει, είναι ένας κόσµος απαρτιζόµενος από έθνη χωρίς εθνικισµό… Ο μετανάστης ως προϊόν αυτής της συνάντησης είναι στο τοπικό επίπεδο ταυτόχρονα ξένος και ντόπιος. Αυτή ακριβώς η αμφιταλάντευση αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του μετανάστη ως κοινωνικού και ιστορικού υποκειμένου.

Σε ένα κείμενο με τίτλο «Εμείς οι πρόσφυγες» που κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό περιοδικό, το «The enorah Journal», η Άρεντ επίσης γράφει αυτά που πλέον ισχύουν για τα δικά μας παιδιά που έφυγαν από την πατρίδα: Ναι, ήμασταν «μετανάστες»… Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει πως χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Μας είπαν να ξεχάσουμε• και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί. Με φιλικό τρόπο μας υπενθύμιζαν ότι η καινούρια χώρα θα γίνει ένα καινούριο σπίτι για μας• κι έπειτα από τέσσερις εβδομάδες στη Γαλλία ή έξι εβδομάδες στην Αμερική, παριστάναμε τους Γάλλους ή τους Αμερικανούς... Γρήγορα μαθαίνεις ότι σε αυτόν τον τρελό κόσμο είναι πολύ πιο εύκολο να γίνεις αποδεκτός ως ένας «σπουδαίος άνθρωπος» παρά ως ένα απλό ανθρώπινο ον. Όσο λιγότερο είμαστε ελεύθεροι να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε ή να ζήσουμε όπως θέλουμε τόσο περισσότερο προσπαθούμε να παρουσιάσουμε ένα προσωπείο. Όμως η εκ νέου απόκτηση μιας καινούριας προσωπικότητας είναι τόσο δύσκολη – και τόσο απέλπιδη – όσο μια νέα δημιουργία του κόσμου… (Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης, από το 13ο τεύχος του Τετραδίου Ολικής Αντιπαράθεσης, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ)

Κοινωνίες σε κρίση, οι Έλληνες τότε, οι Έλληνες και οι Σύριοι σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός και η ήττα της πολιτικής, η επέλασή τους στις ζωές των ανθρώπων, ο ξεριζωμός, ο πόνος, η ελπίδα. Οι ζοφεροί καιροί δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν αποτελούν κάτι σπάνιο στην Ιστορία. Αλλά πάντα είναι οδυνηρός ο ξεριζωμός τόσο για την ψυχή που ξεριζώνεται όσο και για την καρδιά που μένει ορφανή…