Ξεριζωμός

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 17.01.19 ]

Μες το αντιφέγγισμα σκοτεινά κοπάδια ανθρώπων ξεβράζονται στη στεριά. Χρειάστηκαν αρκετές ανάσες για να γίνει ξανά ο κόσμος στέρεος. Η αυγή ήρθε  μαζί με τη σωτηρία. Πρώτο πάτησε έξω το πόδι του ένα λιγνό πλασματάκι. Έμοιαζε παιδί, μιλούσε σαν παιδί, αλλά τα μάτια του ήταν πολλών ετών. Στωικό κι αμίλητο. Με ένα βότσαλο στο λαιμό. Είναι τόσο δύσκολο να μιλήσεις και να ακουστείς, όταν φαίνεται ότι όλος ο κόσμος έχει βουλώσει τα αυτιά του.

Μάταια προσπάθησαν να του πάρουν κουβέντα. Έστω το όνομά του. Ήταν ο κανένας.  Δεν είχε παρελθόν ούτε μέλλον, πέρα από το τώρα και το τώρα. Μόνο κρατούσε σφιχτά στο χέρι μια φωτογραφία. Σφιχτά, σαν πολύτιμο κειμήλιο. Από πού έρχονταν;  Από την κόλαση. Για τους αποδιωγμένους η κόλαση δεν έχει γεωγραφία.

 Ξεριζωμός. Τι ψυχρό κάψιμο που ήταν η ζωή στη γη!