Μπέος, ο ανθηρόστομος, το μελίρρυτο πρότυπο

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 02.10.23 ]

Ο σφετερισμός της δημόσιας συζήτησης από τον υπεραπλουστευμένο λόγο δεν έχει καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία: είναι η κανονικότητα που επιβλήθηκε από την ώρα που τα οπτικοακουστικά Μέσα, περισσότερο η τηλεόραση, λιγότερο το ραδιόφωνο, σχεδόν καθόλου οι εφημερίδες, αντικατέστησαν κατά κυριολεξία το λεγόμενο χώρο «των γραμμάτων και των τεχνών». Τα τελευταία τριάντα – σαράντα χρόνια, δημοσιολόγοι, εμπειρογνώμονες ή άλλοι των Μαζικών Μέσων ξεμπέρδεψαν, και μαζί τους λίγο πολύ και οι κοινωνίες, με ό,τι συναποτελούσε ή εξέφραζε τη διάνοια. Ή την κουλτούρα. Ή την καλλιέργεια. Ή, εν τέλει, τον πολιτισμό.

Οι τεχνοκράτες, με τη μαθηματικού τύπου παντοδυναμία τους, εξουδετέρωσαν τον πολυεπίπεδο λόγο, τον λόγο των πολλών αποχρώσεων, τον λόγο που για να εκφραστεί χρειάζεται πάνω από καμιά πενηνταριά λέξεις. Από κοντά κι ο ευτελισμός των ανθρωπιστικών σπουδών: αχρείαστα όλα. Φιλοσοφία, θεολογία, κοινωνιολογία, θεωρία της λογοτεχνίας, αλλά και οι λοιπές θεωρίες, όλα στον κουβά, μαζί με τα αποπλύματα ενός κόσμου που δεν χρειάζεται πια τις ιδεολογίες. Οι σύγχρονοι Ντρέιφους αναζητούν, μάταια, εκείνους κι εκείνες που θα μπορέσουν να τους υπερασπιστούν δημοσίως.

Ο σεβασμός της «κοινής γνώμης» μετατοπίζεται. Ο λαός «ξεβλαχεύει», δεν τσιμπάει στα μπαλωμένα πουκάμισα και στα τρύπια παντελόνια των, συνήθως, πτωχών διαβασμένων. Οι καταφερτζήδες, με τις φίρμες στο πέτο, εκείνοι που μιλούν τη «γλώσσα του λαού», αυτοί είναι οι ωραίοι τύποι, τα νέα πρότυπα. Οι δυο εκδοχές, η μια η πολύφερνη με τα Χάρβαρντ και την αριστοκρατική καταγωγή και η άλλη, η αυτοδημιούργητη, αυτή «της πιάτσας», αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος.

Αν, λοιπόν, στη μία όψη έχουμε τον πρωθυπουργό της χώρας, τον, ας τον πούμε μεταφορικώς πορφυρογέννητο, Κυριάκο Μητσοτάκη, στην άλλη έχουμε τον δήμαρχο του Βόλου, τον Αχιλλέα Μπέο. Που απ’ τα χαμηλά βρέθηκε στα ψηλά. Νύχτα, μπάλα, τραβολογήματα με τη δικαιοσύνη, ε και; Πρώτος πολίτης του Βόλου δις. Πατριάρχης γαρ, βρίζει, ενίοτε κλωτσάει, χαστουκίζει νεαρούς. «Δεν σας γουστάρω κιόλας εσάς τους δημοσιογράφους», έλεγε σε συνέντευξη Τύπου, «τρελαίνομαι με τις τύπισσες αυτές» συνέχιζε ενοχλημένος (15/9/23). Φλώροι, νούμερα, λουλούδες και άλλα εδώδιμα κι αποικιακά εμπλουτίζουν το καθημερινό λεξιλόγιο του δημάρχου. «Άου, άου, λουκουμάδες», απαντάει ειρωνικά, κάνει λόγο για «σκωπτικές» ερωτήσεις, δίχως μάλλον να αντιλαμβάνεται την έννοια του σκωπτικού. «Κι ας με λέτε ανθηρόστομο και λαϊκιστή», λέει. Γλώττα λανθάνουσα; Από την αθυρογλωττία ή την αθυροστομία, περνάει στην «ανθηροστομία». Κήπος ανθοστόλιστος ο λόγος του, υπόδειγμα ευγένειας ο τρόπος που συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπο, κυρίως δε στους «κοπρίτες και τους χασοδίκες» που του πάνε κόντρα.

Αλλά ούτε ο μόνος είναι ούτε, βεβαίως, ο πρώτος. Τέτοιους λαοφίλητους έχει πολλούς ο κόσμος. Από τον Μπερλουσκόνι και τον Τραμπ, μέχρι διάφορες άλλες, εγχώριες κι εξωχώριες, περιπτώσεις που τιμούν τα παντελόνια τους, διότι «μην τρελαθούμε κιόλας, έτσι μάθαμε», η κατάργηση του ανθρώπου, συμβόλου ιδεολογίας, και η αντικατάστασή του με την αγοραία, απλουστευτική εκδοχή μιας δήθεν λαϊκότητας, που αναμοχλεύει τη βία, προωθείται μπροστά στα μάτια μας.

Ο ανθηρόστομος, μελίρρυτος, Αχιλλέας Μπέος, είναι το σύμβολο της κανονικότητας της εποχής μας. Μιας κανονικότητας που αναπαράγει τις δομές της εξουσίας της ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του λαού, λοιδορώντας την αυθεντική σκέψη ως πολυσύνθετη και αντιλαϊκή και προωθώντας αντιδραστικά μοντέλα ως δήθεν «πατροπαράδοτα». Έτσι, η πατροπαράδοτη βία είναι εδώ. Η πατροπαράδοτη καταπίεση, η πατροπαράδοτη εκμετάλλευση, εκείνη που, όπως ο πατέρας του δαρμένου νεαρού, κάνει τους από κάτω να ζητούν συγγνώμη για τα πάθη τους, είναι εδώ.

Και, συχνότατα, ψηφίζει Μπέο. Και Μητσοτάκη.

Η μαρξική αλλοτρίωση του προλεταριάτου δεν είναι καμιά απρόσιτη, ακαταλαβίστικη έννοια. Είναι αυτό ακριβώς.

Η οποία, όμως, δεν είναι κατάσταση μονιμότητας. Και όταν ανατρέπεται, ανατρέπει τα κατεστημένα. Κυριακή κοντή γιορτή.