Λήθη

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 30.08.18 ]

Στο καθημερινό δρομολόγιο για τη δουλειά απαθή, παραιτημένα πρόσωπα. Μόνο δυο νεαρά κορίτσια πέρασαν πιασμένα χέρι χέρι. Με κόκκινα μάγουλα και το κεφάλι γεμάτο προσδοκίες. Κάθε πρωί καλημέριζε τους συναδέλφους. Και καλό απόγευμα όταν έφευγαν ένας ένας. Μετά θα γύριζε μόνος στο σπίτι. Και θα ευχόταν να υπήρχε κάποιος να του πει καληνύχτα. Την βλέπει καθημερινά εκεί. Στο γωνιακό μαγαζί, από όπου παίρνει πάντα τον καφέ του. Ο εσωτερικός της κόσμος ακτινοβολεί μια αρχοντιά. Λες και έχει αφήσει την ψυχή της ν’ ανθίσει. Μ’ αυτή την απαράμιλλη χαρά της ζωής που μπορούσε να φωτίσει και τις πιο βροχερές μέρες. Είναι η αιώνια φλόγα που καίει μέσα της. Και δεν είναι μια απλή φλόγα. Είναι σχεδόν πυρκαγιά. Μία άγνωστη που την ένιωθε κοντά του, λες και την ήξερε ολόκληρη ζωή. Τόσο κοντά και τόσο μακριά.

Η μοναξιά του ήταν απλή και μονοδιάστατη. Τη γνώριζε καλά. Είχε κρυφτεί μέσα της για μια αιωνιότητα. Μετά το χαμό της γυναίκας του είχε γίνει εσωστρεφής. Δυσπρόσιτος. Ένας τρόπος να χειρίζεσαι τη λύπη καθώς μεγαλώνεις. Τώρα ένα μεγάλο εσωτερικό χαμόγελο παραβίαζε τα όρια που εδώ και καιρό είχε θέσει στον εαυτό του. Ένιωσε πως ο κόσμος ολόκληρος ήταν πλήρης και συνειδητός. Είχε βρει μια αδελφή ψυχή. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Όμως ποτέ δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή. Αν δεν την δημιουργήσεις μόνος σου. Η επιθυμία τους να αγαπηθούν είναι που δίνει τόση δύναμη στους ανθρώπους. Παράλληλα αυτή είναι κι η αδυναμία τους.

Η απόρριψη τον χτύπησε σα χαστούκι. Ήθελε να σηκωθεί και να φύγει αλλά δε μπορούσε να βρει τα λόγια που θα τον λύτρωναν. Η πραγματικότητα τον έγδαρε ανελέητα. Δεν ήθελε να ομολογήσει πόσο μόνος ήταν στ΄ αλήθεια. Ντρεπόταν γι αυτό, λες κι ήταν επονείδιστη αρρώστια. Σπίτι μονάχα η μουσική τον υποδέχτηκε. Σπαραχτική σαν ξεχασμένη ανάμνηση. Εξουθενωμένος ρούφηξε το άρωμα του καφέ. Μόνο που η κούραση δεν ήταν απ’ αυτές που μπορεί να γιατρέψει ένας καφές. Παραλυμένος από μια απελπισία που εμπόδιζε τα δάκρυα. Ένας πόνος στο στήθος. Ένα ασήκωτο βάρος στο στέρνο. Ήθελε να βρεθεί εκεί που τέλειωνε ο κόσμος. Η ψυχή του ήταν νεκρή. Βαθιά θαμμένη κάπου στην εσωτερική του κόλαση. Αυτό το ελάχιστο που είχε για ζωή είχε πια εξαφανιστεί.

Οδυνηρή η λαχτάρα να πιει. Στο ντουλάπι βρισκόταν η χαρά του. Ευθυτενής και διάφανη. Πήρε το μπουκάλι και κατέβασε μερικές γουλιές. Γουλιές γεμάτες πίκρα. Να μετατρέψει τη γκριζάδα σε κάτι φωτεινό. Το κάψιμο τού έκοψε την ανάσα. Το στομάχι του κατακλύστηκε από μία καλοδεχούμενη θέρμη. Αφέθηκε στη λησμονιά. Και πιο βαθιά ακόμα. Σ΄ ένα σκοτάδι βαθύ, απύθμενο. Η μαύρη τρύπα υποχώρησε. Η ζωή έγινε και πάλι ανάλαφρη. Προσπάθησε να βρει μια θέση μέσα του. Ένα ψυχικό απάγκιο. Για ώρες αιωρούνταν ανάμεσα στο συνειδητό και στο όνειρο. Ανακάθισε, σκούπισε την κούραση απ’ τα μάτια. Ο πόνος ήταν εκεί. Είχε μόνο καταλαγιάσει. Του έλειπε πολύ η γυναίκα του. Συχνά τής μιλούσε στις μοναξιές του. Πλάγιασε δίπλα της στο κρεβάτι. Εκείνη τού χαμογελούσε.