Καφενεία επαρχιακά

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 29.10.19 ]

Έξω μυρίζει βροχή. Ένας τρυφερός χλωμός ήλιος έχει μόλις αποσυρθεί. Μέσα κορμιά ίδια με παλιά ερειπωμένα σπίτια. Ρημάδια που περιμένουν το γκρέμισμα. Ανελέητα γρατσουνίζει τη σάρκα τους το αγκάθι του χρόνου που περνάει. Υποχρεώσεις και οφειλές, ανάγκες και επιθυμίες, σκέψεις και λόγια. Λόγια, πολλά λόγια. Κοντά κοντά ο ένας στον άλλον. Για για να χορτάσουν θερμότητα. Να απαλύνουν κάπως το βάρος της μοναξιάς.

Με μια παιδική ικανότητα να ζουν τη στιγμή. Να γαντζώνονται σε σταγόνες ευτυχίας. Ο καθένας μια δεξαμενή αναμνήσεων. Και τα χαμόγελα συχνά ναυαγούν μες την αγωνία να κρύψουν τον πόνο τους.
Κι ύστερα επιστρέφουν σε σπίτια γερασμένα. Κι η μοναξιά τούς τυλίγει σαν σάβανο. Κάθονται στη σιωπή. Λες κι είναι οι μόνοι άνθρωποι που έχουν απομείνει στην πιο απόμερη άκρη του κόσμου. Με μόνη συντροφιά την απουσία της προσδοκίας της επόμενης μέρας. Και τα βράδια μοιάζουν ατέλειωτα. Σαν το διάδρομο μιας φυλακής. Ακόμα και τα όνειρά τους εύθραυστα είναι. Διαλύονται στο πρώτο φως της μέρας.
Εκεί στις παρυφές του ύπνου συχνά γυρίζουν προς τα πίσω. Όλα αυτά τα άχρηστα και τα αυτομαστιγωματα. Αν έκανα ετούτο ή το άλλο.
Μια στάση θέλουν, λίγο χρόνο, ελάχιστο. Να ξαναστηθούν μέσα τους. Κι όλα καλά, όλα μπορούν να συνεχίσουν.