Η παρηγοριά

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 21.12.18 ]

 Τα Χριστούγεννα τού έκαναν επίθεση από κάθε βιτρίνα στο δρόμο του. Σκιαγμένος. Αλλοπαρμένος. Ξεριζωμένος απ' τη ζωή. Με την οδύνη φορεμένη κατάσαρκα στο λιγνό, γέρικο κορμί του. Έχει ποτίσει τα ρούχα του, όλη την ύπαρξή του. Οι ρυτίδες  του προσώπου του,  βαθιά σκαμμένες, καθεμιά και μια εστία αγωνίας.

Μπήκε με το βλέμμα χαμηλωμένο, λες και απέφευγε αόρατα χτυπήματα. Κι απλώς στέκεται, με μια θλίψη τόσο βαθιά και σκοτεινή, ένα μαύρο πέπλο. Ποιον καημό να ξεπλύνει άραγε σε μια κούπα κρασί;

Ένα σούσουρο ανάμεσα στους θαμώνες, αυτός, αυτός είναι. Έχασε γυναίκα και παιδί στο τρακάρισμα. Αυτός οδηγούσε. Λίγο εδώ πιο κάτω, στη διασταύρωση. Καναδυό τον συμπόνεσαν. Τον πλησίασαν ψελλίζοντας λόγια παρηγορητικά.

Μένει ασάλευτος. Ασάλευτος σαν τον θάνατο. Η παρηγοριά είναι κούφια λόγια. Τον πόνο σου πρέπει να τον κλαις. Δεν μπορείς να τον προσπεράσεις. Είναι ψέμα πως ο χρόνος γιατρεύει. Αντίθετα σε βασανίζει. Δε σ’ αφήνει να ησυχάσεις.

Καληνύχτισε με βραχνή φωνή. Ένας σκληρός, ωμός ήχος. Σαν να μη θέλει κανενός τη συμπόνια. Ο υπόγειος βρόγχος του ανθρώπου που τόσο καλά γνωρίζει την απελπισία. Έσυρε τον πόνο του σαν βαρίδι δεμένο στο πόδι. Βγήκε στην παγωμένη, άσπλαχνη πόλη.

Έξω σκοτεινοί δρόμοι, σκοτεινοί άνθρωποι.