«Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 09.12.20 ]

Το σπίτι που μεγάλωσα άδειασε. Έφυγαν οι άνθρωποί μου κι εγώ τριγυρίζω από δωμάτιο σε δωμάτιο αγγίζοντας και φιλώντας  φωτογραφίες, σκεπάσματα, ποτήρια, κειμήλια που άγγιξαν αυτοί που έφυγαν.

Η μάνα στρώνει το τραπέζι. Ο πατέρας έρχεται κουρασμένος από τη δουλειά. Ο αδερφός μου παίζει. Τώρα σιωπή...

Tο σπίτι ήταν κάποτε γεμάτο ζωή

Το γέλιο τους δεν ηχεί πια χαρούμενο

ανασαίνεις στο σκοτάδι.

Η  φωτογραφία του παππού που χαμογελάει στον τοίχο

 η νυφική φωτογραφία των γονιών

οι ζωγραφιές στον τοίχο

οι βιβλιοθήκες, έπιπλα,το εικονοστάσι,

 τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια,

κρύσταλλα, σερβίτσια,

κουβέρτες και  παπλώματα κι ασπρόρουχα,

μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,

όλα εκεί χωρίς αυτούς

Το πατρικό μου σπίτι ρημαγμένο

με κλειδωμένη πόρτα, σφαλιστά παράθυρα

χωρίς ζωή, βουβό και άδειο,

 φορτισμένο από αναμνήσεις, λύπες και χαρές,

αναμνήσεις εορτών και γενεθλίων,

κάθε λογής αναμνήσεις....

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν»

λέει ο ποιητής.

«δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια

ξέρω πώς έχουν τη φυλή τους, τίποτα άλλο.

Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά

που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου

κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες

γυαλιστερές πάνω στη μέρα.

Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν

ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν

μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν»

Εδώ αρχιτέκτονας ο θάνατος ερήμωσε το σπίτι.

Διέγραψε το σπίτι των παιδικών μας χρόνων,

 τις μυρωδιές,τα παιχνίδια,τις αγκαλιές,

τις λύπες, τα όνειρα

 το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας

με τη σούπα, το τυρί και το ψωμί.

Δεν είναι πια το σπίτι μας

Σπίτι είναι εκεί που υπάρχει κάποιος

να μας αγαπήσει, να μας καλωσορίσει.