Η Μαργαρίτα μας ως υπόδειγμα

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 31.10.23 ]

Τι ακριβώς, αλήθεια, πάει να πει να ’σαι αριστερή, παρεκτός να διαλέγεις να ζεις και να υπάρχεις ως -και όχι σαν- κατεξοχήν ελευθεριακός άνθρωπος ακόμα και στους πλέον ζοφερούς καιρούς;  Τι ακριβώς πάει να πει, παρεκτός να κάνεις εκείνη την πεντακάθαρη επαναστατική επιλογή, εκείνη δηλαδή που τελικά κινεί την ιστορία και που διαπερνά το βίο όχι μονάχα το δικό σου αλλά και των διπλανών και της κοινωνίας ολόκληρης;   

 Τι ακριβώς πάει να πει να ’σαι αριστερή, παρεκτός να γίνεσαι κομμάτι του ιστορικού υποκειμένου που συντάσσεται στον αγώνα να πάει τον μάταιο τούτο κόσμο κομματάκι παραπέρα και να τον μετασχηματίσει προς όφελος των πολλών, δίχως δεκάρα κέρδος; Τι ακριβώς πάει να πει, παρεκτός να βρίσκεσαι κάθε φορά στην πρώτη γραμμή του αγώνα, παίζοντας το κεφάλι σου, και να το κάνεις να μοιάζει τόσο απλό και καθημερινό όσο και το να ανασαίνεις; Τι ακριβώς πάει να πει, αν όχι να ακυρώνεις τη δραματικότητα της ίδιας σου της ιστορικής πράξης, κατανοώντας την ως κανονικότητα μιας ζωής με χρέη μοναχά στην κοινωνία και ποτέ στην εξουσία;

 Άνθρωποι, γυναίκες, τέτοιας λογής ανήκουν σε κείνο που ονομάζουμε πρωτοπορία. Δεν έχει σημασία αν μένουν σε μεγαλουπόλεις ή σε μικρά χωριά, αν τους γνωρίζουμε, «διασημότητες» γαρ, ή όχι. Σε κάθε τους πράξη, ένα μικρό θαύμα συντελείται: με τη μαχητικότητά τους, το γέλιο, το τραγούδι ή τους θυμούς και τις φωνές τους, ομορφαίνουν τον περιβάλλοντα κόσμο. Κι επειδή όμορφος κόσμος είναι ο επαναστατικός, ο ευεπίφορος στις μεγάλες ανακατατάξεις κόσμος, χωρίς τέτοιους ανθρώπους ο κόσμος ασχημαίνει. Και, φυσικά, φτωχαίνει. Πολύ.

 Η Μαργαρίτα η κομμουνίστρια, η Μαργαρίτα του «Ρήγα Φεραίου», η Μαργαρίτα Γιαραλή, που την έπιασε η Χούντα το 1968, καταδικάστηκε 25 χρόνια φυλακή, βγήκε με την αμνηστία, Αύγουστο του ’73, και την έπιασαν ξανά μετά το Πολυτεχνείο, η Μαργαρίτα η δική μας που δεν μίλαγε ποτέ για τους αγώνες της, η Μαργαρίτα που ήταν η χαρά της ζωής και που η ενηλικίωση δεν πρόδωσε τη νιότη της –απεναντίας!- δεν θα είναι ποτέ ξανά μαζί μας. Πέθανε και δεν θα τη ξαναδούμε. Και αν της λέγαμε για δεύτερες ζωές, συναντήσεις και άλλα παρόμοια ηχηρά, πρώτη θα μας περίπαιζε κατάμουτρα. Με την επίγνωση, λοιπόν, του τελεσίδικου μιας απουσίας φυσικής, η θλίψη είναι βαθιά.

 Αλλά το ιστορικό βάρος της συντρόφισσάς μας θα είναι εκεί. Για πάντα. Για να υποδηλώνει πως η ιστορία γράφεται από τις Μαργαρίτες μας, κι ας χάνουν, προσωρινά, τις μάχες. Και τούτο είναι μεν παρηγοριά, κυρίως όμως είναι έμπνευση. Υπόδειγμα πώς πρέπει να ζει η καθεμιά και ο καθένας από μας.