Ευγενία Μπογιάνου: Φανή

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 19.05.20 ]

Το μυθιστόρημα η «Φανή» της Ευγενίας Μπογιάνου, γράφτηκε πριν την απαγόρευση της απτικής επαφής, αλλά παραδόξως την προφητεύει, καθώς προτάσσει τον στίχο του Ρενέ Σαρ: «Μόνο τα μάτια είναι ακόμη ικανά να βγάλουν κραυγή»! Μόνο τα μάτια. Η 20χρονη Φανή, αναζητά απαντήσεις, θέλει να ρίξει φως στο σκοτάδι της χωρίς ταυτότητα ζωής της. Γι’ αυτό «Παρατηρεί». Τα μάτια της κραυγάζουν τα ερωτήματα. Η ζωή της μια διαρκής αιώρηση μεταξύ της vita activa και της vita contemplativa, μια διαρκής προσπάθεια αποδέσμευσης από τις κοινωνικές και πολιτικές ομηρίες που κρατούν τον άνθρωπο αιχμάλωτο της vita passiva.

Χρόνος, το φοβερό 2012. Τόπος, η Αθήνα. Οι διαδηλώσεις, οι μολότοφ, τα χημικά, η άγρια καταστολή των ΜΑΤ, το πλήθος: «ουρλιάζαμε σαν μέσα σε μαστούρα –μπορεί και να ήμασταν μαστουρωμένοι, σε μαστουρώνει το πλήθος κάποιος φορές… Κάτι σαν μαζικό παραλήρημα».  Είναι τα γεγονότα που σε διαμορφώνουν, σε «γεννούν». Είναι η εισβολή "του μεγάλου μυστηρίου της μάζας", όπως έγραφε ο Ελίας Κανέτι, παρατηρώντας μία πορεία εργατών στη Φρανκφούρτη: «Ήταν η σωματική έλξη αυτό που δεν μπορούσα να ξεχάσω, το ότι ήθελα τόσο πολύ ν’ ανήκω σ’ αυτούς… όταν ενέδωσα και βρέθηκα πραγματικά μέσα στη μάζα, είχα την αίσθηση ότι επρόκειτο για κάτι το οποίο στη φυσική είναι γνωστό ως βαρύτητα… κι αυτό που συνέβαινε μέσα στη μάζα, μια απόλυτη αλλαγή συνείδησης, ήταν τόσο καθοριστικό όσο και αινιγματικό». Εδώ, λοιπόν, στη διαδήλωση, συντελείται «μια απόλυτη αλλαγή συνείδησης», αυτό που δεν καταλαβαίνουν αυτοί που βασίζονται στη δύναμη του φόβου, οι κυβερνώντες και οι μπάτσοι τους. Εδώ, σ’ αυτές τις πορείες, γαλβανίστηκε η αντιφασιστική συνείδηση της γενιάς της Φανής.

Αλλά εκτός από τη συνείδηση υπάρχει και η ψυχή, υπάρχουν το συναίσθημα, η επιθυμία, οι πληγές «που δεν φαίνονται». Αυτές τις πληγές της θέλει να επουλώσει η Φανή. Αλλά για να τις γιατρέψει, πρέπει να τις βρει, να τις διαγνώσει. Αυτές θέλει να φανερώσει η συγγραφέας, ακολουθώντας τους λοξούς δρόμους, τα διλήμματα και τις παλινδρομήσεις της 20χρονης, που κορυφώνονται με τον «άτοπο» έρωτά της.  Η Φανή είναι: «Εγώ, ένας αόρατος άνθρωπος, ένας άνθρωπος δίχως ταυτότητα. Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», η «ψυχή της πόλης», η πόλη, το σκοτάδι στο οποίο ζει. Είναι το μεθυσμένο σεξ στην τουαλέτα, η «μυρωδιά της συνάφειας» στο λεωφορείο, η ερημία του πλήθους.  Οι φίλοι, ο ετεροκαθορισμός μέσω του αντι-φα, ο αυτοπροσδιορισμός μέσα από την αυθόρμητη, την παρορμητική (την χωρίς σχέδιο) σύγκρουση με τους χρυσαυγίτες στη Φιλοσοφική, ρήξη με το «σχέδιο» και τους «επαναστάτες του κώλου», μία πορεία «χωρίς σκοπούς, χωρίς στόχους, μόνο με επιθυμίες» και, τελικά, οι πέτρες στις τσέπες της Β. Γουλφ.  Ώσπου μέσα από το χάος εισβάλει ο έρωτας, για την ακρίβεια ο ερωτισμός, το σεξ, με τον Μάνο.

 Λένε πως ο Ρενέ Σαρ ήρε την αντίθεση μεταξύ της Εβραίας Χάνας Άρεντ και του φιλοναζί Χαϊντέγκερ, ότι η ποίησή του ήταν το «κρεβάτι» της συνεύρεσής τους. Μπορεί, όμως, η αντιφασίστρια Φανή να συνεχίσει να είναι ερωτευμένη με τον (όπως ανακάλυψε στη συνέχεια) φασίστα Μάνο;

«Δυο εραστές είμαστε, πατρίδα μας είναι ένα διπλό κρεβάτι, δεν χωράει τίποτε άλλο ανάμεσά μας. Τίποτα. Ούτε καν η ιδεολογία. Ναι, μου κάνει το ίδιο αν αυτός που κοιμάμαι μαζί του είναι ένας φασίστας, γιατί η επιθυμία πάει από άλλους δρόμους, λοξούς και σκοτεινούς. Και επικίνδυνους», γράφει η συγγραφέας. Το ίδιο ενδεχομένως έλεγε και η Χάνα Άρεντ. Ο έρωτας μεταξύ της Άρεντ και του Χάιντεγκερ διαρκεί πέρα από τη στιγμή της συνεύρεσης. Αυτό δεν συμβαίνει στη Φανή, καθώς η αντίδραση του θρασύδειλου νεοναζί εραστή (το βάζει στα πόδια) εξαερώνει τον ερωτισμό.

Έρωτας, ερωτισμός, σεξ. Ο Οκτάβιο Παζ («Διπλή φλόγα…») διακρίνει τον έρωτα από τον ερωτισμό, θεωρώντας τον δεύτερο ως το αντίστοιχο της ποίησης. Όπως η ποίηση είναι η ερωτική διάσταση του λόγου, έτσι και ο ερωτισμός είναι «η ποιητική του σώματος». Ο ερωτισμός δεν είναι απλή ζωώδης σεξουαλικότητα, αλλά μια ιεροτελεστία και παράσταση, η ποιητική μεταφορά δηλαδή της σεξουαλικότητας και όπως όλες οι μεταφορές δηλώνει κάτι πέρα από την πραγματικότητα που τη δημιουργεί, κάτι νέο και εντελώς διαφορετικό από τους όρους που τον συνθέτουν. Η κινητήρια δύναμη τόσο της ερωτικής όσο και της ποιητικής πράξης είναι η φαντασία. Αυτή είναι που μεταμορφώνει το σεξ σε τελετουργία. Το σεξ είναι η πρωταρχική πηγή, ενώ ο ερωτισμός και ο έρωτας είναι δευτερογενείς μορφές του σεξουαλικού ενστίκτου. Η Ευγενία Μπογιάνου συμφωνεί με τον Παζ. Το σεξ είναι η πρωταρχική πηγή. Ο ερωτισμός είναι η κοινωνικοποιημένη σεξουαλικότητα που έχει μεταμορφωθεί από τη φαντασία και τη βούληση των ανθρώπων. Ο ερωτισμός είναι εφεύρεση, μία διαρκής παραλλαγή. Το σεξ είναι πάντοτε το ίδιο. Ο ερωτισμός αλλάζει με το κλίμα και τη γεωγραφία, τις κοινωνίες και την ιστορία, τα άτομα και τις ιδιοσυγκρασίες, καθώς επίσης και από τις περιστάσεις, την τύχη και την έμπνευση της στιγμής.

Τελικά, η Φανή, η κόρη του Νίκου (της γενιάς και της «μοναξιάς του 80»), και μιας 20χρονης τουρίστριας, η αντιφασίστρια του 2012, δεν θα δεχθεί, όπως η Χάνα Άρεντ, τον νεοναζί φίλο της, θα τον απορρίψει, όχι τόσο πολιτικά, όσο ανθρωπολογικά. Η ιδεολογική βάση δεν υποχωρεί μπροστά στο ένστικτο. Ή, αλλιώς, ο ερωτισμός(με τις κοινωνικές και πολιτικές συνδηλώσεις του) θα νικήσει τον έρωτα και το σεξ.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τρόπο ρεαλιστικό. Η αφήγηση γρήγορη, χαοτική –ειδικά το πρώτο μέρος-, όπως η (μη) ταυτότητα και η ζωή της πρωταγωνίστριας. Η κορύφωση επέρχεται μετά τη συνάντηση με τον νεοναζί Μάνο και κυρίως μετά την αποκάλυψή του. Ο έρωτας, για την ακρίβεια ο ερωτισμός λειτουργεί σαν καταλύτης. Όλα αποκτούν ρυθμό, αφού το αδιέξοδο επιζητά άμεσες λύσεις. Τελικά, ο διάλογος νικά την αλαζονεία της «σιωπής». Ο πατέρας μιλάει στην κόρη του. Ο Νίκος μιλάει στη Φανή.

Ένα αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα με αφηγηματική πολυφωνία και εναλλασσόμενες αφηγήσεις (οι παρεκβάσεις των Άλλων), των παρατηρούμενων, των αόρατων που για μια στιγμή ανασύρονται στο φως, φαίνονται, αποκτούν ορατότητα, μιλούν, ακούγονται από το βλέμμα της Φανής(και της συγγραφέα), που τους βλέπει, τους παρατηρεί, τους δίνει φωνή και κάποτε «κραυγή»! Το ενδιαφέρον και η περιέργεια κορυφώνονται μετά το πρώτο μισό του βιβλίου, καθώς το ερωτικό και το πολιτικό, η ανθρώπινη συνθήκη και η πολιτική διαπλέκονται με αντιθετικό και φαινομενικά ασύμβατο τρόπο.

Η Φανή, εντέλει, επιστρέφει εκεί που κατοικεί η Αγάπη, εκεί που θα αποκτήσει το Πρόσωπό της. Γιατί όπως λέει πάλι ο Οκτάβιο Παζ: «Η ανάσταση του έρωτα αποτελεί μέρος της πολιτικής αναγέννησης. Και τα δύο, έρωτας και πολιτική, εξαρτώνται από την αναγέννηση μιας έννοιας που υπήρξε ο άξονας του πολιτισμού μας, της έννοιας του προσώπου...» με την έννοια της μοναδικότητας και της ταυτότητας του καθενός. Γενικά για να ξαναεφεύρουμε τον έρωτα πρέπει να εφεύρουμε για μια ακόμη φορά τον άνθρωπο, να ανασυστήσουμε το Πρόσωπό μας.  

ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

ΦΑΝΗ

Μυθιστόρημα

Μεταίχμιο