'Εν ἀρχή ἦν ὁ Πόνος

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 19.03.21 ]

 Ο μεγάλος γεννήτορας. Εκείνος που δημιουργεί τον κόσμο. Πονάς καθώς γεννιέσαι, πονάς καθώς γεννάς.

Πόσοι μικροί και μεγάλοι πόνοι φτιάχνουν μια ζωή;

Περαστικοί, εφήμεροι, βαθείς, παντοτινοί, κρυφοί ή φανεροί.

Άλλοι καταλήγουν σε θυμό, κάποιοι μεταμορφώνονται σε φόβο, σε μοναξιά, κι αυτό είναι μια νέα εικόνα του πόνου.

Και πάει λέγοντας.

 Κυρίως όμως ο πόνος μεταμορφώνει τα πρόσωπα.

Αφήνει τα σημάδια του άλλοτε διακριτικά κι άλλοτε ανελέητα. Είναι γλύπτης και ζωγράφος μαζί, κατέχει πολλές τεχνοτροπίες. Επιλέγει κάθε φορά πώς θα αποτυπωθεί στο κάθε πρόσωπο, σπάνια επαναλαμβάνεται.

Ξεκινά να σμιλεύει την περιοχή γύρω από το στόμα, χαράσσει ανεπαίσθητα και τρυφερά στην αρχή μικρές χαρακιές, αυλάκια που μέσα τους κυλά το νερό της θύμησης. Κι όπως κάθε νερό που κυλά σε μια κοίτη, έτσι κι η θύμηση του πόνου βαθαίνει ολοένα τα αυλάκια στο πλάι του στόματος. Συχνά το κάνει μόνο στη μια πλευρά, αφήνει την άλλη πλευρά για άλλα συναισθήματα, έχουν κι αυτά τις εικαστικές τους ανησυχίες. Συμβαίνει έτσι σ’ ένα πρόσωπο να συνυπάρχουν δυο ζωές, δυο πλευρές. Με κάποιο τρόπο, ωστόσο, η αποτύπωση του πόνου είναι η πιο ξεκάθαρη, σαν το παιχνίδι μ’ αυτές τις μαγικές εικόνες που μας ρωτούν «τι είδες πρώτο;». 

Έπειτα ο καλλιτέχνης πόνος προχωρά στα μάτια. Εκεί ξεδιπλώνει όλο του το ταλέντο. Δουλεύει σε εξωτερικό και εσωτερικό πλάνο, έχει βάθος και προοπτική, έχει βάθος και εύρος. Σμιλεύει ρυτίδες στο πλάι των ματιών, στο πόδι της χήνας. Διαφορετικές από εκείνες που έχει σμιλέψει το γέλιο. Πιο έντονες, με κλίση  κατωφερική, που δε γελούν όταν γελά το στόμα, παραμένουν ακίνητες, ακόμη πιο υπαρκτές και αγέλαστες.

Μα η απόδειξη και επίδειξη της τέχνης του αποτυπώνεται στο ίδιο το βλέμμα. Άλλα βλέμματα αγριεύουν, άλλα απελπίζονται, άλλα σκοτεινιάζουν και βαθαίνουν. Και κάποια γλυκαίνουν, γίνονται τρυφερά από την  επίγνωση τόσων πόνων, έχουν σκιές και φως, κρύβουν τραγούδια και λυγμούς, χάδια και μυστικές ουλές φυλαγμένες μέσα στις κόρες τους. Είναι αυτά που ο πόνος δεν τα σκλήρυνε, το αντίθετο, τα έφτιαξε ακόμη πιο όμορφα, έσβησε τρυφερά τις ατέλειες τους, πρόσθεσε λάμψεις στο βυθό τους, πασπάλισε με χρυσόσκονη το περίγραμμά τους, και όταν σε κοιτάζουν τέτοια μάτια ημερώνει η ψυχή.

Μα συνεχίζει ο γλύπτης να ανεβαίνει, πατά τη γραμμή των φρυδιών, τους αλλάζει τη φορά και το σχήμα και, σαν περάσει τούτο το όριο κι ανεβεί προς τα πάνω, εκεί η τεχνοτροπία αλλάζει δραματικά, γίνεται ρεαλισμός σκληρός, οδυνηρός. Ένα μέτωπο με την υπογραφή του ποιος δεν το αναγνωρίζει;

Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τελικό κι ας μοιάζει για τέτοιο. Αφήνεται σε μυστικές, ανεπαίσθητες διορθώσεις και προσθέσεις —ποτέ αφαιρέσεις—, περιμένει κι άλλους πόνους να πλουτίσουν με τις λεπτομέρειες τους το  πορτρέτο, που έχει, ωστόσο, ήδη φιλοτεχνηθεί επιμελώς. Πορτρέτα που κινούνται σε γκάμα εντυπωσιακή περιλαμβάνονται στις δημιουργίες του. Αναγεννησιακά, κλασικά, σουρεαλιστικά, μοντέρνα, γκροτέσκα, μερικά πάνε πίσω στην αρχή των όλων, τραγικά, αριστοφανικά, κάποια μεταβαίνουν οριστικά στην άλλη όχθη των πραγμάτων, στην commedia dell’arte και στην τέχνη της μάσκας, πρωτόγονης, βενετσιάνικης, αφρικανικής, δεν έχει σημασία...

Δε θέλω να διαβάσω παρακάτω, κλείνω το βιβλίο με τον ευφάνταστο τίτλο «'Εν ἀρχή ἦν ὁ Πόνος». Λίγα βιβλία έχω αφήσει χωρίς να τα διαβάσω μέχρι το τέλος. Αυτό θα το κάνω τώρα χωρίς ενοχές.

Υπάρχουν λογής λογής πόνοι που αργοκυλούν στο δικό μου ποτάμι. Κάποιοι ξεκινούν από τις πηγές του, άλλοι έσμιξαν με τα νερά του στην πορεία, κατέφθασαν από παραποτάμους και χειμάρρους ορμητικούς και με βούλιαξαν σε λασπόνερα, κουβάρι πέτρες, ξεριζωμένοι κορμοί δέντρων, κλαδιά σπασμένα, σκοτωμένα σώματα. Όλα μαζί μετακυλίονται, ρέουν ασταμάτητα, ρέουν προς τους καταρράχτες της ζωής μου. Από κει πέφτουν βροντερά και ασίγαστα, τρομαχτικά τις εποχές των βροχών και των καταιγίδων, κατακόρυφα πάντα, πέφτουν και σπάνε πάνω σε άλλα νερά, μιας λίμνης, στα νερά της χαράς και της ευτυχίας που ακολουθούσε κάθε εποχή πόνου.

Κλείνω το βιβλίο και κλείνω μαζί του πολλούς κύκλους πόνου και δημιουργίας. Πόνους προσωπικούς και πόνους συλλογικούς, πόνους που θριάμβευσαν πάνω μου και πάνω μας, κλείνω τους κύκλους αλλά κρατώ ανοιχτό το παραθυράκι της θύμησης. Σαν εκείνο το παραθύρι στο νησιωτικό ασβεστωμένο πετρόσπιτο της γιαγιάς, ένα πλαϊνό μικρό άνοιγμα στο φως πάνω από τον νεροχύτη δίπλα στο κρεμαστό φανάρι που φύλαγε τα φαγητά.

Αφήνω να μπαίνει το φως της θύμησης, ναι, το φως που με κάνει ν’ αναγνωρίζω το πρόσωπο που μου χάρισε ο Πόνος, ο Χρόνος, ο Έρωτας, η Χαρά. Κοιταζόμαστε στον καθρέφτη με αυτό το πρόσωπο και χαμογελάμε η μια στην άλλη.

Κλείνω το βιβλίο και είμαι ελεύθερη.

*Επιμέλεια Νινέτα Πλυτά