Γιατί ψηφίζουμε τους Νάρκισσους;

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 11.06.23 ]

Το ύφος του είναι καταδήλως αλαζονικό. Καμιά φορά αναζητά με λοξό, παιδικό βλέμμα, την επιδοκιμασία. Όταν θέλει να επιτεθεί, ακολουθεί τον τρόπο του σαρκοφάγου της ζούγκλας: ξεκινάει ακροποδητί, κλιμακώνει την ένταση, σταματά και ξαφνικά επιταχύνει και επιτίθεται με όλη του την ενέργεια. Η ένταση της φωνής ανεβαίνει, ώσπου πιάνει το θύμα «από το λαιμό», το χτυπάει κάτω. Το κοινό της «περφόρμανς» ενθουσιάζεται, σηκώνεται όρθιο, χειροκροτεί με ενθουσιασμό. Η παράσταση πέτυχε, η «συμβολική νίκη» επί του αντιπάλου επιτεύχθηκε. Αυτή η εικονική πραγματικότητα θα γίνει στη συνέχεια πιο πραγματική από την πραγματική, καθώς θα επικυρωθεί ως τέτοια από τα πετσωμένα μίντια. «Όλα πάνε καλά, όλα είναι υπό έλεγχο». Ο οδηγός κρατάει γερά το τιμόνι και το πόπολο ησυχάζει.

Το ίδιο συμβαίνει και στην αντιπολίτευση. Η επικεφαλής χαμογελά στέλνοντάς μας «καρδούλες», ενώ την ίδια στιγμή «καθαρίζει» με συνοπτικές διαδικασίες τις εκλογικές λίστες. «Το κόμμα c’ est Moi». Η συστημική τηλοψία θα την δοξάσει επίσης, αφού "κόβει" ψήφους από τον βασικό αντίπαλο.

Έτσι, ζούμε στον καλύτερο δυνατό εικονικό κόσμο. 

«Οι Νάρκισσοι πήραν την εξουσία», έγραφε η ψυχίατρος Marie-France Hirigoyen στο ομότιτλο βιβλίο της.

Οι Αμερικανοί ψυχίατροι έχουν δημιουργήσει μία κλίμακα για τον ναρκισσισμό που κυμαίνεται από το 1 έως το 10. Μέχρι το 5, ένα πρόσωπο έχει μειωμένο ναρκισσισμό και μπορεί να θεωρηθεί «λειτουργικό». Πέραν αυτού, εισερχόμαστε σε μία παθολογία όλο και βαρύτερη, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι την ψύχωση. Ένας ακραίος ναρκισσισμός μπορεί να φθάσει σε μεγαλομανιακό παραλήρημα. Παθολογικά Νάρκισσος είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Σε αυτόν αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της η Γαλλίδα ψυχίατρος.  

Τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της διαταραχής της ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι τα εξής:

Έχει ένα αίσθημα μεγαλείου, υπερεκτιμά τις πράξεις και τις ικανότητές του, θέλει να αναγνωρίζεται ως «ανώτερος», χωρίς να έχει κάνει κάτι… Είναι χαμένος στην φαντασίωση των αναρίθμητων υποτιθέμενων επιτυχιών του, στην εξουσία του, στη δόξα του… Βρίσκεται συνεχώς μέσα στην υπερβολή: «Πιστεύω ότι θα γίνω ο πιο μεγάλος δημιουργός θέσεων εργασίας που έχει κάνει ποτέ ο Θεός», έλεγε! Θεωρεί τον εαυτό του «ειδικό» και μοναδικό καθώς και ότι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός από εκείνους που δεν είναι «ειδικοί» και «υψηλού επιπέδου». Ακόμα και όταν παρουσιάζεται ως «λαϊκιστής» είναι από τους πιο «μεγάλους». Η πλειονότητα των συνεργατών του είναι «Άριστοι», έχουν «κλας», γεννήθηκαν πλούσιοι, πήγαν στα καλύτερα σχολεία… Στον Τραμπ η έλλειψη ενσυναίσθησης εκδηλώνεται με τον σεξισμό, το ρατσισμό (δέχεται μόνο τους λευκούς χριστιανούς, χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους εν δυνάμει τρομοκράτες) και γενικά περιφρονεί όλους εκείνους που αρνούνται να του πλέξουν το εγκώμιο. 

Η αλαζονική του συμπεριφορά είναι μία άμυνα απέναντι στο αίσθημα κατωτερότητας που έχει: «Δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι έκανε λάθος. Αλλά, κυρίως, περιφρονεί τη δημοκρατία, γιατί γι’ αυτόν η πραγματική δύναμη είναι το χρήμα». Όπως κάθε παθολογικός νάρκισσος με εύθραυστη αυτοεκτίμηση είναι απόλυτα αρνητικός στην κριτική. Κάθε κριτική, πραγματική ή φανταστική, αντιμετωπίζεται ως ένα τραύμα ή μία απόρριψη. Γι’ αυτό οι σύμβουλοί του αποφεύγουν να του ασκήσουν κριτική, να του πούνε τα «δυσάρεστα». Γι' αυτό όταν επέρχεται η ήττα, οι ηττημένοι ηγέτες «πέφτουν από τα σύννεφα», αφού κανένας δεν τους είχε προετοιμάσει. Εξυπακούεται ότι για την ήττα η ευθύνη θα ανήκει στους άλλους, σ' αυτούς που έκαναν τα "λάθη", ή που δεν τον πληροφόρησαν.

Γιατί ψηφίζουμε τους Νάρκισσους;

Το φαινόμενο των πολιτικών-Νάρκισσων είναι αποτέλεσμα της «ναρκισσιστικοποίησης» της κοινωνίας και η παθολογία τους είναι ο καθρέφτης για ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών. Αυτό εξηγεί κατά τη γνώμη της M-F Hirigoyen γιατί οι εκλογείς αφήνονται να σαγηνευθούν από έναν άνθρωπο ικανό να ψεύδεται ανοιχτά.

Οι συνέπειες του ναρκισσισμού (άλλοι μιλούν για υπερ-ατομικισμό) είναι εμφανείς πλέον παντού. Για να «επιτύχεις» επαγγελματικά ή στην ιδιωτική ζωή, πρέπει να βγεις μπροστά. Αυτό είναι έκδηλο στα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ και στα τηλερεάλιτι, ή ακόμα και στις οικογένειες όπου τα ζευγάρια είναι όλο και περισσότερο εφήμερα, και πολύ περισσότερο στους εργασιακούς χώρους, όπου υπάρχει όλο και μεγαλύτερη πίεση και μία ψυχική οδύνη συνδεδεμένη με την «ηθική παρενόχληση» και το burn out («εγκεφαλικό κάψιμο»).

Οι κοινωνικοί κανόνες είναι επικεντρωμένοι στο ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ, γι’ αυτό διευκολύνουν τη συκοφαντία και τις απάτες. Ο καθένας οφείλει να κάνει την αυτοπροώθησή του, ακόμα και σε βάρος της αλήθειας, ακόμα και σε βάρος του άλλου, «σκοτώνοντάς» τον συμβολικά, δολοφονώντας τον χαρακτήρα του, τσακίζοντας την εικόνα του.

Η απάντηση

Το έχουμε ξαναγράψει. Απέναντι σ’ αυτούς τους πολιτικούς και την κουλτούρα του άκρατου ατομικισμού και του παθολογικού ναρκισσισμού του κανιβαλικού καπιταλισμού καθώς και της ναρκισσιστικής κοινωνίας, η απάντηση είναι η κουλτούρα της συλλογικότητας, του μοιράσματος και της αλληλεγγύης, είναι το παράδειγμα του Χοσέ Μουχίκα, του προέδρου της Ουρουγουάης (2010-2015), που δεν έπεσε στην παγίδα της εξουσίας και των συμβόλων της. Έμεινε με το ταπεινό φολκς βάγκεν του, ένα φτωχόσπιτο και τα σκυλιά του, λέγοντάς μας ότι «Μαθαίνουμε περισσότερα από την οδύνη και την μοναξιά παρά από την επιτυχία και την ευημερία […] (και πως) αν δεν προσέξουμε, οι δημοκρατίες θα καταλήξουν να γίνουν απολυταρχίες».