Απόδραση από τ' όνειρο

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.10.22 ]

 Χθες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι δραπέτευσα από τ’ όνειρό μου. Δεν θυμάμαι τι όνειρο έβλεπα, αλλά ότι ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτό. Και τα κατάφερα. Μ’ ένα μικρό άλμα πήδηξα έξω! Όχι, δεν ξύπνησα. Η απόδραση, το προσωπικό μου «Τρούμαν σόου», συνέβη εν ύπνω. Περίεργα παιγνίδια παίζονται μέσα στο κεφάλι σκέφτηκα όταν ξύπνησα. Υπάρχει άραγε βούληση στα όνειρα; Ποιος ξέρει. Θυμήθηκα τα «εγκοιμητήρια» των αρχαίων. Έβαζαν τους ανθρώπους να κοιμηθούν σε κρεβάτια με πέτρες και όταν ξύπναγαν το πρωί, αφηγούνταν τα όνειρά τους(εφιάλτες θα ήταν με τέτοια κρεβάτια), τα οποία ερμήνευαν οι «ονειροκρίτες». Είναι βέβαιο ότι τα σύγχρονα ψυχαναλυτικά ντιβάνια δεν είναι παρά τα «εγκοιμητήρια» των αρχαίων.

Στάθηκα λοιπόν απέναντί μου και επιχείρησα να ερμηνεύσω την μεγάλη μου απόδραση από τ’ «όνειρο». Από τι, άραγε, ήθελα να δραπετεύσω; Από τον «μαύρο άγγελο», κατέληξα. Και πώς σκάβω το υπόγειο πέρασμα; Με την πένα. Δια της γραφής. Γι’ αυτό γράφω. Γι’ αυτό γράφουμε.

«Πρέπει να είναι μια πολύ έντονη ανάγκη: να γράφεις, σημειώνει ο Ανρί Καλέ,... Να μην εξαφανιστείς χωρίς να πεις, να φωνάξεις κάτι, οτιδήποτε…»(Henri Calet, Les Murs de Fresnes, Γενεύη, 2021). Οι αιχμάλωτοι των Γερμανών στην κατοχή στη φυλακή Fresnes, γράφουν σημειώματα και κάνουν χαράγματα και γκράφιτι στους τοίχους. Η γραφή τους γίνεται το αποτύπωμα που παρατείνει τη ζωή και μετά το θάνατό τους. Πηγαίνουν με το κεφάλι ψηλά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους για να τους πετύχουν καλύτερα οι σφαίρες. Kραυγάζουν: «ζήτω η πατρίδα…». Φεύγουν χαρούμενοι. Είναι οι πιστοί που «υπεραπολαμβάνουν» τη θυσία τους, όπως λέει ο Λακάν.

Ιδού, λοιπόν, η τέλεια απόδραση!

Γράφουμε γι’ αυτούς που θα μας δοξάσουν πολύ και για πολύ μετά το θάνατό μας. Αυτή η μεγάλη ματαιοδοξία είναι το κίνητρο της γραφής. Αυτό το εγχείρημα κάνει λιγότερο θανάσιμο το… θάνατό μας. Ο θάνατος «μαλακώνει» από την βίωση της μεταθανάτιας δόξας, αυτή που αποκαλούμε «αθανασία»!

Κάποιοι αντιτείνουν ότι γράφουμε «Για να δώσουμε φωνή σ’ αυτούς που δεν έχουν». Αυτό είναι ένα ιδιοτελές ψέμα. Γράφουμε για να λιγοστέψουμε το θάνατό μας. Για να κάνουμε την εξαφάνισή μας λιγότερο οριστική, για να άρουμε την απόλυτη διάστασή της, για να παρηγορηθούμε για το τίποτα που μας περιμένει. Μια παραμυθία είναι η «αθανασία». Μια προσπάθεια να αμβλυνθεί το τελεσίδικο τίποτα.

Υπάρχει άλλη δυνατότητα, άλλη στάση; Η Τζούλια Κρίστεβα έγραφε για τους «πιστούς» και τους «είρωνες». Οι «πιστοί» είναι αυτοί που κάνουν την υπέρβαση πέρα από το πριν και το τώρα, προσδοκώντας με πεισματικό πάθος μια γη της επαγγελίας, όπου θα κατοικεί ένας έρωτας, μια επιτυχία, ένα παιδί, και ένα «ευτυχισμένο» μετά θάνατον αλλού. Οι «είρωνες», αντίθετα, είναι αυτοί που διχάζονται ανάμεσα σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια και σε αυτό που δεν θα υπάρξει ποτέ. Γι’ αυτό γίνονται «είρωνες» ελλείψει ψευδαισθήσεων. Είναι αυτοί που μιλούν και γράφουν με το στόμα γεμάτο λάσπη και αίμα…

Ποιους, άραγε, να διαλέξω;

«Ζην, σημαίνει να ζεις το παράλογο», να ζεις χωρίς επαύριο, να απολαμβάνεις τη στιγμή και με όλες σου τις αισθήσεις να απολαμβάνεις τον πλούτο του κόσμου. Όμως το ζήτημα είναι να ζεις σκεπτόμενος. Και «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ με κάθε ιδέα και με κάθε εικόνα, όπως ο Προυστ, έναν τόπο προνομιακό…» (Ο Μύθος του Σίσυφου).

Διαλέγω τον Καμύ...