Από την Κω στη Μεσογαία, ο σκοταδισμός είναι ένας

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 29.01.24 ]

Από τα Σπάτα και τη Λούτσα των μικρομεσαίων και τη Ραφήνα των πλουσίων, ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, ο επιστήμων,  εισήγαγε έναν, ας πούμε, νέου τύπου βιολογισμό, ορίζοντας και επιβάλλοντας το φυσιολογικό: «Δύο γυναικεία σώματα δεν υπάρχει φυσιολογικός τρόπος να ενωθούν μεταξύ τους, ούτε δύο ανδρικά», κήρυξε, έμπλεος ομοφοβίας. Η επιστημοσύνη του έχει ιδεολογική χρήση, αρκούντως σκοταδιστική.

Στην Κω της διπλής πραγματικότητας, της αφθονίας και της γυναίκας που πεθαίνει στην καρότσα, ο Κώου έβγαλε φιρμάνι απαγόρευσης να βαπτίσει φίλη το παιδί της φίλης της διότι, λέει, τέλεσε πολιτικό γάμο. Στα παρακάλια και στις αποδείξεις –άδειες κ.ο.κ.- πως η μέλλουσα νονά θα παντρευόταν χριστιανικά, με παπά και με στεφάνι, σε ένα μήνα, ο μητροπολίτης κώφευσε. Η φαρισαϊκή τυπολατρία του έδειξε την εξουσία της και οι φίλες δεν κουμπάριασαν.

Οι δύο, άσχετες μεταξύ τους και διαφορετικής βαρύτητας, περιπτώσεις –τα Δωδεκάνησα, ως Νέες Χώρες, επιπλέον ανήκουν διοικητικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο- το ίδιο, σοβαρότατο, για την οργανωμένη Εκκλησία, φαινόμενο καταδεικνύουν: την τύφλωση απέναντι στην κοινωνική εξέλιξη με την ταυτόχρονη εμμονή σε ό,τι συντηρητικότερο διακινείται από το βαθύ σύστημα.

Διότι οι δύο ρασοφόροι κινούνται μακριά από τη χριστιανική παράδοση και συλλαμβάνονται αθεολόγητοι. Ο μεν δεύτερος εξαντλεί τη δικαιοδοσία του επιβάλλοντας μια αμφιλεγόμενη εκκλησιαστική  «νομιμότητα»: ο χρυσοποίκιλτος χριστιανός που ουδέποτε στηλίτευσε, ως εκ της θρησκείας του όφειλε, εκείνους/ες που με τις πολιτικές τους βάζουν τα χεράκια τους για να ξεβράζονται σωροί τα πτώματα προσφύγων/ισσών στις αμμουδιές, ο προκαθήμενος της νήσου που στα δύσκολα με το προσφυγικό και τις ρατσιστικές κορώνες μάλλον εδιάβαζε όπως ο Χριστόδουλος στη Χούντα,  διώχνει, με τη στενομυαλιά του, το ίδιο του το ποίμνιο. Μακριά από το ρηξικέλευθο κήρυγμα του Ιησού.

Ο δε πρώτος υπερασπιζόμενος, υποτίθεται, τις χριστιανικές θέσεις, καταφάσκει στη βιοεξουσία του φασισμού, αρνούμενος επί της ουσίας και το αυτεξούσιο, ως σωματική αυτοδιάθεση, αφού το αντιλαμβάνεται μοναχά μέσα στο πλαίσιο που ο ίδιος ορίζει:  «Και αντί να ποινικοποιηθούν οι «θεραπείες μεταστροφής», θα έπρεπε να αναπτυχθούν θεραπείες επιστροφής σε αυτό που ο κάθε άνθρωπος στη φύση του είναι, αλλά δυστυχώς κάποιοι δυσκολεύονται να βιώσουν. Από τότε που η ψυχιατρικὴ διέγραψε την ομοφυλοφιλία απὸ τη λίστα των ψυχικών διαταραχών, παραιτήθηκε από τη σχετική έρευνα και έμειναν τα δύστυχα αυτά άτομα αβοήθητα με μοναδικὴ συντροφιὰ την ελπίδα σε μια βολική νομοθεσία και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων με παρελάσεις αυτοεξευτελισμού και ντροπής», λέει. Και μια πρωτοφανής οπισθοδρόμηση πλανάται, ως θεοσκότεινο νέφος, πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Για να μιλήσει για τη σεξουαλικότητα, χρησιμοποιεί τα Παύλεια, αλλά μόνο αυτά που τον συμφέρουν.  Αγνοεί, ας πούμε, ότι οι πρωτοχριστιανικοί χρόνοι υπήρξαν χιλιαστικοί, ανέμεναν δηλαδή σε σύντομο διάστημα τη Δευτέρα Παρουσία. Οι χριστιανοί/ες δηλαδή αντιλαμβάνονταν εαυτούς και αλλήλους «ως παροίκους και παρεπιδήμους» επί γης, υπόθεση που διαμόρφωνε την καθημερινή ζωή με έναν τρόπο μάλλον ακατανόητο στις μέρες μας. Η  περιφρόνηση του σώματος, με εγκράτεια ή οργιαστικά, ήταν μια συνθήκη απέναντι στην οποία οι χριστιανοί όφειλαν να τοποθετηθούν. Η σεμνοτυφία τους, κατασταλτική της σεξουαλικότητας, εντάσσεται στο πλαίσιο της εποχής. Και συνοδεύεται από μεγαθυμία: «εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες’ εάν δε και γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε (…) κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι», λέει ο Παύλος στην Προς Κορινθίου Α’, ο οποίος επιπλέον εφιστά την προσοχή στον Τιμόθεο ως προς την κακοδοξία των «κωλυόντων γαμείν».

Οι δε «αρσενοκοίται» -η γυναικεία ομοφυλοφιλία δεν συναντάται-  δεν θα κληρονομήσουν βέβαια τη βασιλεία των ουρανών, κατά τον ίδιο τρόπο όμως που δεν θα την κληρονομήσουν ούτε οι μοιχοί ούτε οι άρπαγες, οι πλεονέκτες ή οι κλέφτες, οι μέθυσοι κ.ο.κ.

Και κυρίως δεν θα κληρονομήσουν οι πλούσιοι. Οι Γραφές είναι λάβρες εναντίον του πλούτου. Οι πλούσιοι είναι εκείνοι που πρέπει να διαμοιράσουν τα υπάρχοντά τους, κατά τη γνωστή Παραβολή, αν θέλουν εισιτήριο για τον παράδεισο. Αλλά τούτο το ζήτημα είναι για τα χρυσοποίκιλτα ράσα ανύπαρκτο. Αν οι μεγαλοεπιχειρηματίες ατίμωσαν, εκμεταλλεύτηκαν, σκότωσαν και κατόπιν θησαύρισαν, δεν θέλουν να το βλέπουν. Διότι για να πάρουν θέση, θα πρέπει να κοιταχτούν με παρρησία στον καθρέφτη, με κίνδυνο να χάσει τους μεγάλους χορηγούς τους.

Μέχρι τότε, στα ελάσσονα, ο μεν Κώου θα επεμβαίνει κοντόφθαλμα στις κοινωνικές σχέσεις και θα το βουλώνει για τα πτώματα που ξεβράζονται στην αυλή του. Ο δε Μεσογαίας, στα μείζονα, θα σκορπά σκοταδισμό. «Η Εκκλησία είναι Πανεπιστήμιο ανθρωπολογίας» λέει. «ΔΕΝ συμβιβάζεται με την παθολογία», συνεχίζει και κάποι@ εξ ημών τρομοκρατούνται. Διότι τούτη η ανθρωπολογία ομοιάζει με εκείνην άλλων επιστημόνων, αλήστου μνήμης, που μακέλεψαν πολλ@ στο όνομα της φύσης και των παρεκτροπών της.

Απέναντι στο ζόφο, και από την πλευρά της Αριστεράς, μία είναι η λύση: να αντιμετωπιστούν οι οργανωμένες Εκκλησίες ως αυτό που είναι, ως ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί δηλαδή του συστήματος, ως εκπρόσωποι επί της ουσίας του κεφαλαίου. Και να τραβηχτούν σαφείς διαχωριστικές γραμμές.