Ανθρώπινη δουλεία

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 30.10.18 ]

Το χτύπημα έρχεται απροειδοποίητα. Καταμεσής στο δρόμο. Όπου με έχει ξεβράσει η ζωή. Μαζί με τη λυσσασμένη ερώτηση. Πού είναι τα λεφτά μωρή; Είναι ο προστάτης μου, ο νταβατζής ντε. Οι κόρες των ματιών μου είναι κόκκινες. Κόκκινο του αίματος. Μπορώ να νιώσω μόνο τρία πράγματα. Μούδιασμα, πόνο και φόβο. Στο στόμα χολή. Ανάμεικτη με εμετό.

Βουλιάζω στο κατράμι. Η μαύρη τρύπα μεγαλώνει. Γίνεται κάτι βαθύ και σκοτεινό. Ονειρεύομαι ότι καλπάζω με ένα άλογο ξεσέλωτο. Όπως όταν ήμουν παιδί. Σε ένα χωριό του βορρά. Το όνειρο γλιστράει μέσα μου σαν πεπρωμένο. Εξαφανίζοντας τον πόνο. Σαν το δυνατό φρέσκο αέρα που καθαρίζει τους δρόμους της πόλης την αυγή.

Ξυπνάω στο νοσοκομείο. Δεν  είμαι πια στο χθες. Απέραντα κτίρια. Λιγοστά δέντρα εδώ κι εκεί σαν συγγνώμες. Κρεβάτια με παραπετάσματα ολόγυρα. Κι ο θάνατος να το στρώνει παντού σαν χιόνι. Θα μου άρεσε να μείνω αιώνες εδώ. Ασάλευτη. Έξω ένα μελαγχολικό ψιλόβροχο. Είναι μεσημέρι αλλά ο ουρανός έχει τη σκοτεινιά του σούρουπου. Βλέπω μια μπλε στολή κι έναν γιατρό. Η ζωή μου εκτεθειμένη σαν ανοιχτή πληγή. Δε χρειάζομαι γιατρό. Ούτε αστυνόμους. Χρειάζομαι μια χρονομηχανή. Να με πάει πίσω. Σε μια άλλη ζωή. Σ’ έναν άλλο πλανήτη.

Είμαι πάντα στο εδώ. Να κάνω κάτι. Να μιλήσω στ’ άλλα κορίτσια. Να κάνουμε κάτι. Να, δες με τώρα. Με μονωτική ταινία στο στόμα. Η ανταρσία δε συγχωρείται. Παλμός μηδέν, ανάσα μηδέν. Στα μάτια κανένας φόβος. Καμία οργή. Καμία αγωνία. Καμία ελπίδα. Καμία αγάπη.

Η ματαιωμένη ψυχή μου πετά   απ’ το παράθυρο. Εγώ, μια αναμάρτητη αμαρτωλή δεν κατοικώ πια εδώ.