Αίμα κόκκινο...

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 15.01.23 ]

Αν τα προβλήματά σου λύνονται με επισκέψεις σε γιατρούς και λογιστές και δικηγόρους, στις ουρές γραφείων και υπηρεσιών αρμοδίων και επιτηδείων να σου δημιουργούνε κι άλλα, στα καταστήματα και στο κυνήγι το αγχωμένο και αγχωτικό για δόξα και για χρήμα -οι λιγότεροι και ολίγιστοι- για να καλύψουνε τη δόση του δανείου και των παιδιών τα φροντιστήρια -οι πιο πολλοί κι οι πιο θλιμμένοι- μη σε καθυστερούμε, άσε που θα θυμώσεις κιόλα και θα μας πεις και παλαβούς. Τρέχα εσύ -μήπως κανένα απ’ τα προβλήματά σου λύσεις- και άσε μας στη ζάλη μας. Εμείς ήρθαμε απόψε εδώ για άλλα, που εσύ δεν θεωρείς προβλήματα. Δεν είναι που δεν σε καταλαβαίνουμε, είναι που απλήρωτη αφήνουμε τη δόση της Τραπέζης και των παιδιών τα φροντιστήρια, από τα άλλα ρουφηγμένοι, εκείνα που μας υπερβαίνουν. Ήρθαμε εδώ απόψε για εκείνα, τα άλλα, που λύνονται μόνο με τσίπουρο και με παρέα φίλων καρδιακών και με τραγούδια πονεμένα. Ήρθαμε για να συγχωρέσουμε απόψε. Να πούμε αντίο. Στο μαύρο δέρμα που ‘χε μια ψυχούλα όλο γλύκα από κάτω. Που φόραγε ποδιά κι έπιανε το καζάνι όταν τα γλέντια ήταν γλέντια, αυθόρμητα και γνήσια και δίχως πόζες και λουσάτα ρούχα και αίθουσες χλιδάτες σαν παλάτια και όλοι συμμετείχαν στο μαγείρεμα και στο σερβίρισμα και στο χορό και έπειτα στη λάντζα. Που ‘χε γεμίσει τις αυλές μας χειρωνακτικά ποιήματα. Που έπαιρνε το αγροτικό με την καλή του δίπλα κι όλους εμάς τους άλλους στην καρότσα. Νύχτες με φεγγάρι και του κλαρίνου το λυγμό, το βραδινό αεράκι να χαϊδεύει απαλά πρόσωπα και σώματα, το τσίπουρο στο αίμα, ένα χέρι γύρω από τη μέση με πρόφαση τα ντάκα-ντούκου στις στροφές του χωματόδρομου και έτοιμα τα γαλλικά του νταλικέρη, τα νταλκαδιασμένα, απίκο. Η τρελή καροτσαρία να τραγουδάει τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο να περιπαίζει. Να απλώνεται ένα χέρι να βοηθήσει να κατέβει απ’ την καρότσα, μα να σαλτάρει σαν κατσίκι, το μαχαίρι να γλιτώσει. Δεν τους γουστάρει τους τρελούς ο θάνατος, τους τρέμει για τούτο προτιμά τους άλλους. Κι αν είναι να ’ρθει ας μας έβρει στην καρότσα αν του βαστάει. Μεθυσμένους από το φεγγάρι, τον αέρα, του κλαρίνου τον λυγμό, το τσιπουράκι μας, στα ντάκα-ντούκου στις στροφές του χωματόδρομου, αγκαλιασμένους και τρελούς από ζωή. Τύφλα, ντίρλα και κουρούμπελα, με αίμα κατακόκκινο, κοχλάζον. Όχι, που βρήκε την ψυχούλα μοναχιά και δίχως σπίρτο για να τη θερίσει, η κοτάρα.

Καλά είστε, μπορείτε να πηγαίνετε, του είπαν οι αρμόδιοι. (Είχε αίμα κόκκινο, σαν το δικό μας).

Τρέχα, μη σε καθυστερούμε ή ξεκουράσου κιόλα σήμερα που ’ναι Κυριακή. Χάζεψε λίγο τις τιμές και τις παράτες. Εκείνα, τα άλλα θα τα λύσουμε όλα όπως ξέρουμε. Κι ας μη μας γράψει η Ιστορία, ας ξεχάσει τα ονόματά μας κι ας μην ασχοληθεί καθόλου με την πάρτη μας παρά μόνο για να γράψει με το κόκκινό μας αίμα την Ιστορία των άλλων με το γαλάζιο. Μας φτάνει που θα ξέρουμε εμείς.