Το τέλος της παρτίδας

[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 06.04.23 ]

Από μικρό παιδί την πρόσεχε. Ώρες ατέλειωτες πέρναγε μαζί της. Θυμάται να τη γυαλίζει, να την περιποιείται. Να της περνά με απαλό πανί λούστρο ζωντανεύονταςμτο χρώμα της και αφήνοντας την μυρωδιά της να γαληνεύει την καρδιά του. Ξύλινη από δρυ, με σκαλιστά πιόνια στις αποχρώσεις του καφέ. Λιτή με ιδιαίτερη κομψότητα δέσποζε στο σαλόνι σαν κόσμημα ακριβό.

Όλα τα πιόνια τοποθετημένα ένα ένα, με κάθε προσοχή και στρατηγική πάνω στα δίχρωμα τετράγωνα. Oι στρατιώτες, που ξέρουν πως θα πέσουν στο πρώτο κιόλας βήμα. Οι πύργοι, που στέκουν αγέρωχοι φυλάσσοντας τις άκρες. Τα άλογα αφηνιασμένα, έτοιμα να καλπάσουν πάνω από τα κεφάλια των εχθρών. Οι αξιωματικοί με το πονηρό τους χαμόγελο καρφωμένο κάτω από το γυαλιστερό κράνος της πανοπλίας τους, να περιμένουν ετοιμοπόλεμοι την κατάλληλη στιγμή για να διεισδύσουν, σπάζοντας την οργανωμένη άμυνα του αντιπάλου.

Πιο πολύ από όλα την βασίλισσά του με κάθε κόστος, με όλη του την προσοχή και την έγνοια την προστάτευε. Περισσότερο κι από το βασιλιά. Ατίθαση εκείνη, ήθελε να οργώνει απ’ άκρη σ’ άκρη τη σκακιέρα, χωρίς περιορισμούς σε χρώματα και βήματα. Ήξερε εκείνος πως η βασίλισσα ήταν η χαρά του παιχνιδιού, η οργάνωση της στρατηγικής, η ίδια η νίκη του. Για αυτό χαμογελούσε με τα ρίσκα της, την άφηνε να φεύγει πού και πού απ΄ τους μαθηματικούς υπολογισμούς του, να πατά ακόμα και στα πιο επικίνδυνα τετράγωνα, εκεί που θα συναντούσε ενδεχομένως την απώλεια. Με μια κίνησή του εκείνος θα την έφερνε ξανά στις καθορισμένες, σταθερές, σκακιστικές της ράγες. Αφού η ζωή του ολάκερη ήταν εκείνη η σκακιέρα και ψυχή του η βασίλισσα.

Άλλωστε ήταν πάντα τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και το μυαλό του, τόσο το δικό του, όσο και του αντιπάλου. Αλλά και τις μελετημένες καλά κινήσεις, μέσα από τους ατέλειωτους σκακιστικούς του αγώνες, όλα έλεγε πως τα έχει υπολογισμένα. Και τις θυσίες ακόμη που χρειάζονταν, υπολογισμένες κι αυτές τις λογάριαζε, προκειμένου να διατηρείται ασφαλής στα κάστρα της η βασίλισσα. Μετρημένα άλλωστε τα τετράγωνα. Πάρα την ελευθερία των κινήσεών της, συγκεκριμένα ήταν τα όρια του πεδίου δράσης της κι όλα προμελετημένα άριστα από τον ίδιο. 

Μα να που ένα παράθυρο ξεχάστηκε ανοικτό κι ένας αέρας ανοιξιάτικος, απρόσμενος κι ορμητικός μπήκε σαν ακάλεστος αντάρτης. Κανείς από το στράτευμα, μήτε ο βασιλιάς, μήτε και ο ίδιος, βυθισμένος στους υπολογισμούς του, πρόλαβε να δει, να αντιδράσει, να αμυνθεί. Στο πάτωμα, πεσμένη στο παχύ χαλί, κείτονταν τώρα εκείνη, ασάλευτη, αλλά κι ελκυστική όπως πάντα, για πρώτη φορά έξω και μακριά από τη σκακιέρα.