«Το Περιβόλι του τρελλού»

[ ARTI news / Ελλάδα / 10.05.20 ]

Όχι άλλο κάρβουνο!

Όχι άλλο κάρβουνο! Φώναξε ο Κούρκουλος, στην ταινία του Φώσκολου. Όμως δεν τον άκουσαν και το κακό έγινε. Μπροστά στα συμφέροντα του πλοιοκτήτη (κρουαζιερόπλοιων και λοιπών) τι είναι οι ανθρώπινες ζωές;

 Κοντά δυο μήνες πέρασαν από τη μέρα που για το καλό μας (και γιατί όχι) κλειστήκαμε στα σπίτια μας περιμένοντας να περάσει απ’ έξω και να φύγει αυτός ο ιός, ο νέος, αυτός ο μπελάς που στα καλά καθούμενα μπαστακώθηκε και δε λέει να ξεκουνήσει και πάνω που τα πράγματα, λένε, πάνε καλύτερα, πάλι, λένε, θα ξανάρθει (με ύποπτη αποφασιστικότητα το ανακοίνωσαν!) σε δεύτερο κύμα γιατί το πρώτο δεν του ‘πιασε καλά εδώ στα δικά μας τα μέρη.

Και βρήκαμε την ευκαιρία και μεις να κλειστούμε λίγο στο σπίτι να ανοίξουμε τα παλιά συρτάρια να βγάλουμε ξεχασμένα συναισθήματα να κάνουμε βουτιά στις παλιές μας αγάπες και συνήθειες, να ξαναβρούμε το κομμάτι του εαυτού μας, που μέσα στη σκόνη το χάσαμε, της ρουτίνας και των συμβάσεων και  των υποχρεώσεων κοινωνικών τε και «αντικοινωνικών».

Βρήκαν όμως και άλλοι την ευκαιρία να παίξουν με τα δικά μας συναισθήματα, να βάλουν τα  καλά πληρωμένα  επιτελεία  -του επιτελικού κράτους, ντε- να σκάψουν βαθιά στα λαγούμια του χρόνου να ξετρυπώσουν, όχι τα δικά τους - τα δικά μας κιτάπια ποτισμένα με τις έγνοιες της νιότης μας και έτσι να μας τα φέρουν ξανά μπροστά μας, πειραγμένα για να πουλήσουν μούρη.

Βρεθήκαμε ξαφνικά στο περιβόλι του τρελού να ψάχνουμε από πού μας ήρθε. Δυσκολευτήκαμε να το αναγνωρίσουμε, ξεχασμένο χρόνια στο χρονοντούλαπο της ελληνικής μουσικής - και όχι μόνο-  ιστορίας, να γίνεται χαλί να περάσουν οι χαρδαλιάδες (όχι δεν το λέω προσβλητικά για τον άνθρωπο, μη με τρέχετε στα καλά καθούμενα), να μας πουν τι να κάνουμε, να δούνε εκεί έξω στον κόσμο πως εμείς είμαστε οι καλύτεροι, γιατί είμαστε Έλληνες,  κι αυτοί ένα μάτσο χάλια, ας πρόσεχαν.

Δυσκολευτήκαμε να το γνωρίσουμε το περιβόλι, καθώς μια ζωή οι εικόνες του στο μυαλό ήταν εικόνες της μοναξιάς, εικόνες της νιότης, που έψαχνε να βρει το καθαρό, το πηγαίο (και το μοιραίο), την αχτίδα φωτός και τώρα, μπροστά στο ίδιο μοτίβο, αλλά όχι στη μοναξιά, στην απομόνωση – σημεία των καιρών-  και στην αποξένωση. Σε μια χώρα ξένη, αποστεωμένη και αφυδατωμένη, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα. Απογυμνωμένο και ξένο με εικόνες ξένες και άταιρες, μπροστά μας κι αυτό το τραγούδι. Χωρίς τη μαγεία του. Κομμένο ακριβώς εκεί, λίγο πριν ακουστεί το μοναδικό  «…. φωσφορίζοντας.....» ! Που πήγε το «φωσφορίζοντας» και πώς χωρίς αυτό θα πορευτούμε; Πώς θα πορευτούμε χωρίς αυτά που αγαπήσαμε, χωρίς το φως, χωρίς αυτά που μας έδωσαν την  ώθηση να φτάσουμε ως εδώ και που τώρα γίνονται εργαλείο σ’ ένα  παιχνίδι  με κανόνες αυθαίρετους, γεμάτο παγίδες. Ξένοι και μετανάστες σε ένα τόπο ξένο και αφιλόξενο (για όλους!) με τις μνήμες κουρέλια στα χέρια των μακελλάρηδων, που τον θεωρούν αποκλειστικά δικό τους, απ΄ άκρη σ’ άκρη. Το σημερινό σήμερα, δεν έχει να κάνει καθόλου με εκείνο  το «Περιβόλι του τρελλού».

Οι σημαίες και τα λάβαρα, αυτά που αγαπήσαμε, banner για στόχους διακριτούς και ευδιάκριτους.

Αποδιοργανωμένους, σε κατάσταση ανάγκης, με τον τρόμο στα πόδια των ευπαθών, που λυγάνε, μας βρήκαν και μας πέτυχαν ανήμπορους ν’ αντιδράσουμε στον καναπέ, να κρατάμε αποστάσεις ο ένας από τον άλλο, όταν μια ζωή ψάχνουμε τη ζωή μας στην ανάσα του άλλου.

«Πάρτε λοιπόν Σαββόπουλο, πάρτε και Χατζιδάκι και Ρίτσο, πάρτε και Πορτοκάλογλου και ό,τι άλλο έχει ο μπαχτσές από αυτά που αγαπήσατε, γιατί εμείς δεν αγαπάμε, εμείς δεν μάθαμε, το μυαλό μας ήταν αλλού, στα Χάρβαρντα και στις Ελβετίες και στα Παρίσια να κρατήσουμε ψηλά το λάβαρο της οικογένειας».

 «Πάρτε λοιπόν τραγούδια σανατορίου να δείτε πως για σάς νοιαζόμαστε. Αυτά δεν σας αρέσουν; Πάρτε και τραγούδια αυλής νοσοκομείου, να κάνουμε πως νοιαζόμαστε».

Πότε (η Ελληνική Κυβέρνηση, που υπογράφει το σποτάκι) άκουσε το περιβόλι ενός τρελού, πότε χάθηκε στο μυστικό τοπίο και πότε ακολούθησε το χορό του Χατζηδάκι και τις λέξεις του Ρίτσου;

Γιατί, καλό μας επιτελείο και επιτελικό κράτος, αυτά δεν είναι δικά σας, «πληρώνω και τα παίρνω». Είναι δικά μας (κάτω τα χέρια) και δεν τα πουλάμε όσο και να δώσετε, αγαπητοί  επιτελικούληδες. Γιατί όταν στη νύχτα τ’ ακούγαμε απ’ το ραδιόφωνο της ΕΡΤ, εκείνο τον παλιό καιρό, εσείς κάπου λείπατε και όταν ήρθατε, κλείσατε την ΕΡΤ για να μην τα ακούμε.

Κι αν θέλετε να τα μαγαρίσετε, θα μας βρείτε μπροστά σας. Μαζί με αυτούς  που τα γράφουνε και που ματαίως περιμένουν να δουν ένα φως απ’ τη δική σας μεριά, μια πόρτα ν’ ανοίξει. Μια ευκαιρία σάς δίνουν. Μα κι αυτό για σας είναι ψιλά γράμματα. «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος!»

Καλά τόπε ο Κραουνάκης. «Τι δουλειά έχουμε εμείς στα λημέρια του Κούλη;».

Όμως τα λάβαρα μένουν λάβαρα. Γιατί σηκώθηκαν ψηλά σε δύσκολους καιρούς. Και θα σηκωθούν και πάλι, όταν χρειαστεί. Μαζί με τα καινούργια που έρχονται, ήρθαν. Κι αυτοί «που περπατούν στα σκοτεινά» θα εξαφανιστούν στο Φως του Απόλλωνα (ΟΧΙ, ΔΕΝ είμαι δωδεκαθεϊστής!).

 Έργα για «λαπάδες» μας πάσαραν (γιατί  για λαπάδες μας έχουν), συνταγή εγγυημένη, να μας χτυπήσουν στις ευαίσθητες χορδές, αυτοί εκεί στην ελληνική κυβέρνηση (που υπογράφει το σποτ, λέμε), να τσιμπήσουμε ότι και καλά νοιάζονται (χα!), γιατί έτσι έχουν μάθει να χρησιμοποιούν τον ελληνικό πολιτισμό (και το λαό), χρόνια τώρα.

Εντάξει, λοιπόν, φτάνει!   Όχι άλλο κάρβουνο!  φτάνει πια. Μας μαυρίσατε την ψυχή! Όχι άλλο κάρβουνο! Τα μαυρίσατε όλα! Και η λάμψη της έκρηξης στα μαυρισμένα καζάνια σας δεν θα αργήσει….

Γιώργος Χ.