Τα λιόκλαρα και τα γενέθλια

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 15.03.21 ]

Μια κρύα, ανοιξιάτικη μέρα, «έξω ψωφόκρυο», έλεγε η μητέρα της, «Μάρτης γδάρτης!» η λαϊκή σοφία. Εκείνη όμως σκεφτόταν «από Μάρτη καλοκαίρι!». Ίσως γιατί τη μέρα εκείνη, έκλεινε τα χρόνια. Εννιά στον αριθμό.

 Η γιορτή, αυστηρά οικογενειακή. Οι γονείς, η αδερφή της κι αυτή. Το δώρο της επιλογής της, ο Ντίκενς και το περιθώριο του Λονδίνου των μισών του πρώτου βιομηχανικού αιώνα, θα ορμούσαν το βράδυ απαιτητικά στα όνειρά της, η τούρτα σεράνο παραγγελία με τα κεριά της, ναυπλιώτικη και πλουμιστή να περιμένει υπομονετικά από την προηγούμενη στο νεοαπαοκτημένο τους  ψυγείο, το πικάπ με το χάπυ μπερθντέι έτοιμο κι αυτό να την τιμήσει…. Πιθανόν στα παρακαλετά της, να επέτρεπε η μητέρα και στους Ολύμπιανς να τραγουδήσουν και το δικό τους «τρόπο», καθώς αυτή με την αδερφή της θα λικνίζονταν άτσαλα δεξιά-αριστερά, κάτω απ’ το βλέμμα των γονιών τους….

Θα έλειπαν όμως οι φίλες της, τα σχολιαρόπαιδα της παρέας της… Αλλά η μητέρα ανένδοτη: «Αν είχες γεννηθεί καλοκαίρι, θα τα κάναμε τα γενέθλια με τα ξαδέρφια σου. Τα παιδιά του χωριού, δεν ξέρουνε από τέτοια!» Εκείνη τότε σκεφτόταν την όμορφη φιλενάδα της τη Ντίνα του Λεωνίδη, κάποια χρονάκια μεγαλύτερή της, να την διδάσκει στα κρυφά τα βήματα της μπόσα-νόβα! Δεν έλεγε όμως τίποτα. Η μητέρα δεν το έκανε από κακία. Απλά η άποψή της ήταν πως δεν εισάγουμε καινά δαιμόνια, εκεί που λόγος δεν υπάρχει. Ήταν η δασκάλα των παιδιών του χωριού. Και το χωριό ήταν μακριά από δυτικόφερτα πάρτι.

Φορώντας τα καλά της, περίμενε την προκαθορισμένη γιορτή. Δίπλα, στην κουζίνα, το μουρμουρητό των συνομιλιών των δικών της την καθησύχαζε για ό,τι θα επακολουθούσε. Είχε λοιπόν όλο το χρόνο, να κολλήσει το πρόσωπό της στο μισάνοιχτο παράθυρο. Και να χαζέψει τον κόσμο πίσω απ’ αυτό.

«Τι χαζολογάτε μωρέ!» Ακουγόταν μια φωνή από μακριά. «Όπου να ’ναι, θα βρέξει και η φωτιά θα σβηστεί! Και τα λιόκλαρα θα σαπουριάσουν και άει μάζεφτα μετά!» Και στο κατόπι, στα σοβαρά αγριεμένη: «Βιαστείτε! Ειδεμή θα σας περιλάβω με τη βίτσα!»

Η σκηνή, στον ελαιώνα, στην απέναντι πλευρά, πέρα απ’ το ρέμα. Τα παιδιά που τραβούσαν τα λιόκλαρα, -παιδιά ήταν-, στην ηλικία της πάνω-κάτω, δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν. Ήξερε όμως. Ήταν των «απέναντι», της «αποκεί μεριάς», ανθρώπων χτισμένων στη φτώχεια και στην ανέχεια. Τέσσερα ήταν. Δύο απ’ αυτά, πότε-πότε, έρχονταν σχολείο. Τα άλλα δυο καθόλου. Ο άνθρωπος που διέταζε και τα απειλούσε με τη βίτσα-λιόκλαρο, ο πατέρας τους. Ή ο θειός τους. Δεν είχε σημασία.

Στραβοντυμένα και ξυπόλητα, τραβούσαν τα κλαριά με τα λεπτά γυμνά τους μπράτσα. Γελώντας, βρίζοντας, ίσως σκουπίζοντας τα μούτρα τους από τις μύξες του στραβόκαιρου! (Είχε τόσες φορές δει στο σχολείο αυτή τη σκηνή, που μπορούσε να την φανταστεί). Σαν έφταναν στη φωτιά, με βιάση και πανηγυρισμό ινδιάνων, τα πέταγαν με φόρα κραυγάζοντας «Να μωρέ!! Νααα!!». Κι όσο η φωτιά γιγάντωνε, αυτά με ιαχές πολέμου, αφήνοντας πίσω τους τις απειλές του άντρα που τα επόπτευε με τη βίτσα,  ερχόντουσαν ανά γύρω. Ύστερα, τρέχοντας πάλι στους σωρούς κάτω απ’ την ελιά, συνέχιζαν το άτσαλο τραβολόγημα των πεθαμένων κλαριών, κι’  αμέσως μετά την περιπετειώδη μεταφορά τους, όσο ο άντρας αφέντης με τη λούρα-φόβητρο ανά χείρας, έσιαχνε τη φωτιά, να μην ξεφύγει από τον έλεγχο.

Το βράδυ στο κρεβάτι της, είχε πια «κλείσει» τα εννιά. Με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο που είχε κλείσει και τα προηγούμενα οχτώ. Ένοιωθε όμως μέσα της, αρκετά μεγάλη. Η μητέρα της το παρατήρησε: «Δεν είσαι χαρούμενη;» Την είχε ρωτήσει. «Μήπως φταίει που αυτή τη φορά αντί για βιβλίο σου αγοράσαμε καινούργια παπούτσια;»

Αλλά πραγματικά δεν ήξερε τι να της απαντήσει.

……………………………………………………………………….

(Από συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Το παράθυρο»)