Τα λιγούστρα

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 05.01.20 ]

Μόλις λίγα μέτρα απόσταση από το σπίτι που είχε νοικιάσει για το καλοκαίρι ο ντόκτορ, ένας πράσινος φράχτης-φρούριο, αγκάλιαζε το αντικρινό. Δε θα είχε δώσει κάποια σημασία, καθώς από φυσικού του δεν ήταν άνθρωπος περίεργος, αν δεν σκεφτόταν, πως αυτός ο τεράστιος φράχτης θα μπορούσε ν’ αντιπροσωπεύει κομμάτι της δικής του προσωπικότητας. Αυτό που πεισματικά κρατούσε μακριά από τον περίγυρο.

Καταπράσινα, αλληλοπλεκόμενα λιγούστρα…

Στο μυαλό του ήρθε μια σκηνή από την παιδική του ηλικία και στο δικό τους εξοχικό. «Γιωργάκη! Φάε το φαΐ σου για θα σε φάει η μαρμάγκα!» Κι αυτός φανταζόταν τη μαρμάγκα, σαν ένα ύπουλο, γλοιώδες πλάσμα, να ξεπηδά μέσα από τα λιγούστρα! Έτοιμη να τον κατασπαράξει.

…………………………………………………

Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, το αιφνίδιο αλύχτισμα των σκυλιών απέναντι, τον ξύπνησε πολλές φορές μέσα στη νύχτα.

«Τι στο διάτανο!» αναρωτήθηκε. «Αν ήξερα πως θα ξυπνούσα απ’ τα βρωμόσκυλα κάθε τρεις και λίγο…»

Αλλά η ίδια περίπου κατάσταση, πίσω από τα λιγούστρα συνεχίστηκε και τη μέρα, όλες τις μέρες. Τα γαβγίσματα συνόδευαν κάθε πέρασμα αυτοκινήτου, ως και πεζού καμιά φορά… Τα σκυλιά -δυο μεγαλόσωμοι λύκοι- συνόδευαν κάθε κίνηση από τη μέσα μεριά του φράχτη, έως… Και τότε πρόσεξε τη μικρή -ίσα που φαινότανε!- πορτούλα, στην άκρη του.

Σα να ντρεπόταν για την ύπαρξή της, σα να ήθελε να παραμείνει αφανής.

………………………………………………….

 Το «νιάξιμο», το άκουσε λίγο αργότερα. Αρχικά, δεν έδωσε σημασία. Έμοιαζε με παρατεταμένο νιαούρισμα. Μακρόσυρτο και κάπως θλιβερό. Το μέρος δεν είχε πολλά γατιά, καθώς το χειμώνα ερήμωνε. Κι όσα κατόρθωναν να επιβιώσουν, ήταν πλάσματα φοβισμένα, κόρες ματιών διεσταλμένες, ουρές και τρίχωμα στην τσίτα, έτοιμα λες για καυγά. Όμως αυτό επέμενε. Και κάτι τελικά στη χροιά του τον έβαλε σε σκέψη, στο αν επρόκειτο τελικά για γατί. Ή μήπως…

………………………………………………………….

Επιστρέφοντας από μια βόλτα με το ποδήλατο για πρώτη αναγνώριση της περιοχής, και περνώντας από το σπίτι-φρούριο, το σερνάμενο κλάμα ακούστηκε ξανά. Και παρόλο που τα διαολεμένα κωλόσκυλα κάλυψαν για άλλη μια φορά στη  διέλευσή του τα πάντα, αυτός μπόρεσε να διακρίνει μια απαλή, σχεδόν ψιθυριστή γυναικεία φωνή.

«Ξύπνησες! Κάνε πιο σιγά!»

Ο «ήχος» όμως δεν υπάκουε! Αντίθετα ώρα την ώρα έγινε εντονότερος. Έδινε την εντύπωση μιας έκκλησης απέναντι σε κάτι απροσδιόριστο. Και τη στιγμή εκείνη, αυτός κατάλαβε πως επρόκειτο για παιδί! Πώς δεν το είχε καταλάβει από την αρχή; Ένα μωρό;! Αλλά και πάλι κάτι δεν ταίριαζε, η ηλικία της φωνής έδειχνε μεγαλύτερη.

Πίσω από τα πυκνά λιγούστρα λοιπόν, κι ενώ αυτός απολάμβανε τον πρωινό του καφέ, η μονομερής «συνομιλία», σιγανή, σχεδόν υπόκωφη, έφτανε μέχρις αυτόν σαν κάτι … σχεδόν απαγορευμένο.

«Κατάπιε τώρα! Έτσι!»

«Μην το φτύνεις! Η μαμά το έφτιαξε για σένα!»

«Σσσς!! Είσαι καλό παιδί! Μην κλαις!»

Κι όσο το παιδί έσερνε το κλάμα του άλλοτε παραπονιάρικα, άλλοτε αδιάφορα, άλλοτε πιο επιτακτικά, τόσο η δική της γινόταν όλο και πιο σιγανή, όλο και πιο φοβισμένη και ανυπεράσπιστη!

Ανυπεράσπιστη;  Αλλά από τι; Ήταν ύστερα από λίγο που μια τρίτη φωνή, εισέβαλε στο χώρο. Ναι, εισβολή, ήταν η σωστή λέξη. Ίσως ο τόνος της, το κλάμα του παιδιού που γιγαντώθηκε, τα σκυλιά που σώπασαν ως δια μαγείας, ο ήχος από τις κροκέτες που έπεφταν στο τσίγκινο δοχείο… Προφανώς κάποιος τα τάιζε. Άντρας, καθώς η δική του φωνή ακουγόταν τώρα.

«Θα μπορούσες τουλάχιστον να τους είχες ρίξει κάτι!.

Κι αμέσως μετά «Έτσι κι αλλιώς, αυτό, δε σταματάει ποτέ! Τα σκυλιά όμως πεινάνε!»

Αλλά η γυναίκα, λέξη.

Ύστερα ακούστηκε η σιδερένια πόρτα ν’ ανοίγει. Κι ο γιατρός, ίσα που είδε από απέναντι έναν νέο, καλοβαλμένο άντρα να μπαίνει στο αυτοκίνητό του με φούρια, και να βάζει μπρος. Και βέβαια τα δυο σκυλιά να τα δίνουν όλα ξανά, μέχρι το αυτοκίνητο ν’ απομακρυνθεί.

………………………………………………………

Κι ένα απόγευμα τους είδε. Αυτήν και το παιδί. Στην παραλία με τους αμμόλοφους και τα κρινάκια της Παναγίας. Εκεί που ψυχή δεν πατούσε. Πλην του ιδίου βεβαίως, που σιχαινόταν την καλοκαιρινή βαβούρα, και δεν βαριόταν να περπατήσει παραπέρα.

Το παιδί, μια ασυντόνιστη μπάλα που κινιόταν πέρα-δώθε δίχως σκοπό, περισσότερο στριφογύριζε δηλαδή στον εαυτό του. Το κλάμα τώρα ήταν φωνούλες και φωνές, άναρθρες, που έσκιζαν την ησυχία του τοπίου, όχι όμως με τον θλιβερό τρόπο του κλάματος πίσω από τα λιγούστρα.

Η γυναίκα, μια μικροσκοπική χαριτωμένη νέα κοπέλα, σχεδόν παιδί και η ίδια, φαινόταν να μην επηρεάζεται από την παρουσία του. Προφανώς είχε εξασκηθεί, στο τι ήταν «ξένο και κριτικό» και στο τι, οικείο και καλόβουλο. Ίσως και να το οσμιζόταν στον αέρα. Κάποια στιγμή μάλιστα, του φάνηκε πως του χαμογέλασε.

Ένα χαμόγελο αχνό, αδιόρατο. Απ’ αυτά που αμφιβάλεις κι αν έγιναν.

………………………………………………………..

Λέξεις: Νιάξιμο: Μακρόσυρτο κλάμα γατιού σε κίνδυνο

Το παρόν, είναι εκτεταμένο απόσπασμα από το διήγημα: «Τα λιγούστρα» της σειράς: «Ο ντόκτορ και τα δύσκολα» (Σε αντιδιαστολή από τη σειρά: «Ο ντόκτορ και τα γλαφυρά». Έτος 2017)