Ο Οδυσσέας στο λιμάνι

[ Πέπη Δουρέκα / Ελλάδα / 30.06.19 ]

Κυκλοφορούσε στις προβλήτες του λιμανιού αξιοπρεπής και ρακένδυτος χρόνια μετά την άλωση. Ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος υψωνόταν κατάρτι με πανί από μαλλιά και γένια ολόλευκα. Κουρέλια από χοντρό λινό αλλοτινών ραφών τον ξεχώριζαν από μακριά.

Όταν ξεβράστηκε στην ακτή, δεν ήξερε, αν έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει. Του είχαν υποσχεθεί πως είναι προσωρινή η μεταμφίεσή του, ένα σκηνοθετικό εύρημα απαραίτητο για να συνεχισθεί η πλοκή. Το πίστεψε και περίμενε.

Κι έτσι τριγύριζε στα ντόκα του λιμανιού ευθυτενής και ρακένδυτος. Κατά διαστήματα άνθρωποι με μπαγκάζια τον κύκλωναν κοιτάζοντας με προσμονή ανάλαφρη προς τη θάλασσα. Ευθυγράμμιζε το βλέμμα του με το δικό τους με προσμονή λυτρωτική. Σιγά-σιγά φορτώνονταν πάνω σε μεγάλα πλοία και σάλπαραν χαρούμενοι. Έμενε μόνος με τον ορίζοντα του μυαλού του σε τρικυμία.

Όταν θα ολοκληρωνόταν η αποστολή του, θα ξαναέβρισκε το σώμα του. Το σφρίγος και η ανεξήγητη νεότητά του θα έσχιζαν τα κουρέλια του. Μεταξωτά χαϊδέματα θα τύλιγαν πάλι το πολύπαθο κορμί του. Υπέμενε και περίμενε.

 Κι έτσι διάβαινε στα πυρωμένα τσιμέντα του λιμανιού υποψιασμένος και ρακένδυτος ανάμεσα σε ρακένδυτους. Σκηνές και άνθρωποι ξεβρασμένοι με προσμονή απελπισίας. Δίπλα τους σιδερένιοι όγκοι περίεργοι. Το περίκλειστό τους τον τρόμαζε, το ένιωθε απειλή. Μέσα στην κοιλιά τους ίσως παραμόνευε ο εχθρός. Ήξερε αυτός.

Όταν θα αποκαλυπτόταν η καταγωγή του, θα ξαναέβρισκε τη γλώσσα του, τους γνώριμους κυματιστούς ήχους. Τώρα, οι κοφτοί φθόγγοι, οι λαρυγγισμοί, οι βάρβαρες μουσικές συσκότιζαν τη σκέψη, εμπόδιζαν το πολύτροπό του. Και οι θεοί του άφαντοι.

Σιγά-σιγά άρχισε να αμφισβητεί ποιος είναι, από πού έρχεται, τι θέλει. Βασιλιάς ή ζητιάνος; Εντολέας ή πιόνι; Οδυσσέας ή Θερσίτης; Η αλμύρα έκλεινε τους πόρους του κορμιού του. Η ζέστη αφυδάτωνε την όρασή του. Η πείνα ρούφαγε τους χυμούς της μεγαλοσύνης του. Η επιβίωσή του ήδη από παλιά αμφισβητήσιμη. Τον θυμούνται; Τον ξέγραψαν; Και τώρα, τι; Το τέλος ή η αρχή;