Ο Μπάκιας

[ Γιάννης Ηλ. Παππάς / Ελλάδα / 07.07.21 ]

Στον Γιώργο Παπασωτηρίου

 Ο Μπάκιας, Λάμπρο τον βάφτισε ο νουνός του, ήταν γνωστός σε όλη την περιοχή για δύο πράγματα. Για την εργατικότητά του και για τον χορό του. Όλοι είχαν να λένε για το πόσο δουλευταράς και φιλότιμος ήταν. Όπου υπήρχε δουλειά πήγαινε. Δεν διάλεγε. Έπρεπε να πάρει το μεροκάματο. Πολλά χτήματα δεν είχε. Όσα του είχε αφήσει ο πατέρας του τα περισσότερα τα ’δωσε στις αδερφές του προίκα. Πώς να παντρέψει τρία κορίτσια; Οι γαμπροί δεν τις παίρνανε έτσι. Δίκιο είχαν κι αυτοί. Φτωχοί άνθρωποι ήτανε. Πώς θα ζούσανε;

Έτσι έμεινε ο Μπάκιας με τέσσερα στρέμματα. Τι να φυτέψει για να τα βγάλει πέρα;

Ο πατέρας του γνωστός αριστερός στην περιοχή όλο έλειπε. Πότε φυλακή, πότε εξορία δεν τον βλέπανε για πολύ καιρό στο σπίτι.

Μπήκε λοιπόν από μικρός στη δουλειά. Του άρεσε του Μπάκια και ο χορός. Είχε μοιάσει στον πάπο του. Μπάκιας κι αυτός. Όταν χόρευε ο πάπος του τον Σιαμαντάκα ή την Παπαδιά έτριζε η γης και σειούνταν τα δέντρα. Όλοι παραμέραγαν για να χορέψει. Αυτά τα τραγούδια άρεσαν και στον δικό μας τον Μπάκια.

Ήταν και παλικάρι, δυο μέτρα άντρας, γεροδεμένος, με κάτι πλάτες, μελαχρινός με κατσαρά σγουρά μαλλιά. Όλες οι κοπέλες τον θέλανε. Στη βόλτα που γίνονταν κάθε Κυριακή στο δημόσιο δρόμο και στο πανηγύρι όλες τον κρυφοκοίταζαν.

Χόρευε κυρίως στους γάμους και στα βαφτίσια, όπου δεν πλήρωνε. Εκεί το ευχαριστιόταν. Τι στον τόπο, τι φιγούρες, τι ανάποδα ψαλίδια. Τελευταίος έφευγε.

Τότε, τέλη της δεκαετίας του ’60 και αρχές της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή μας γινόντουσαν πολλά πανηγύρια. Ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Το δικό μας ήταν στις 21 Μαΐου των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Μεγάλο πανηγύρι. Ερχόντουσαν τα καλύτερα κλαρίνα με τις καλύτερες κομπανίες. Ο Αλέκος Κιτσάκης, η Τασία Βέρρα, ο Τάκης Καρναβάς, ο Βασιλόπουλος, οι Χαλκιάδες και πολλοί άλλοι.

Τα καλύτερα όργανα ερχόντουσαν στο μαγαζί της Αμαλίας. Το μαγαζί ήταν πάνω στο δημόσιο δρόμο και το είχε η Αμαλία, μια ικανότατη και καπάτσα γυναίκα, εξού και τ’ όνομά του.

Εκεί πήγαιναν όσοι είχαν τον τρόπο τους, να πιούν τις μπύρες τους –τότε δεν πίνανε ουίσκι στα πανηγύρια, όπως τώρα για να κάνουν φιγούρα- να φάνε τα ψητά τ’ αρνιά, τα κοκορέτσια και τα κοντοσούβλια, να πληρώσουν για να χορέψουν, να κάνουν και λίγο το κομμάτι τους στους χωριανούς, να φανούν και τα κορίτσια που ήταν της παντρειάς.

Ο Μπάκιας όμως δεν μπορούσε να πάει, γιατί δεν είχε λεφτά ούτε για τις μπύρες, ούτε για τα φαγητά αλλά ούτε και για τα όργανα.

Καημό το ‘χε να μπορούσε κάποια φορά να έχει λεφτά και να πάει να χορέψει, να πιεί και να φάει όσο ήθελε. Να πάει μετά στον κλαριντζή και αφού το σαλιώσει πρώτα να πάει και να  του κολλήσει το χαρτονόμισμα στο μέτωπο, στην μπάλα.

Η ορχήστρα είχε κάποιον που μοίραζε τα νούμερα για τον χορό και ο ίδιος έπαιρνε και τα λεφτά. Αλλά ήταν μεγάλη μαγκιά να πας και να κολλήσεις το κατοστάρικο στο πρόσωπο του κλαριντζή ή να το βάλεις στα κλειδιά του κλαρίνου. Ήταν σαν να του έλεγες, τώρα θα παίξεις για μένα, είσαι δικός μου. Με τα λεφτά μου μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Όμως, με το να κερνάει ο χορευτής τα όργανα έδειχνε και την εκτίμησή του για την ορχήστρα. Και οι οργανοπαίχτες το δεχόντουσαν. Τι να κάνανε; Έβγαζαν πολλά λεφτά από τη χαρτούρα. Έπρεπε να παίζουν καλά και να κάνουν τα χατίρια του κόσμου αν ήθελαν να φύγουν με γεμάτες τις τσέπες.

Στο δικό μας πανηγύρι υπήρχαν και άλλα προβλήματα. Επειδή μέθαγαν αρκετοί, δημιουργούνταν φασαρίες, γινόντουσαν τσακωμοί για το ποιος θα χορέψει πρώτος και γενικά υπήρχε μια ένταση στην ατμόσφαιρα.

 Ο υπεύθυνος της ορχήστρας φώναζε από το μικρόφωνο: «Σειρά έχει για χορό το νούμερο τάδε. Να ετοιμάζεται το νούμερο τάδε.» Έτσι όλοι ξέρανε πότε θα χορέψουν. Κανένας δεν μπορούσε να χορέψει όσο ήθελε, γιατί έπρεπε να χορέψουν όλοι. Αυτό το κανόνιζε η ίδια η ορχήστρα. Θα ήταν άδικο κάποιος επειδή είχε λεφτά να χορεύει όσο ήθελε. Υπήρχε μια δικαιοσύνη.

Πρώτα έπρεπε να χορέψουν τα κορίτσια. Ο Μπάκιας, σαν μεγάλος αδερφός, έπρεπε να τις κρατήσει να χορέψουν όλες. Πρώτα τη μεγάλη, μετά τη μεσαία και μετά τη μικρότερη. Στο τέλος θα χόρευε κι αυτός είτε τον Σιαμαντάκα, είτε την Παπαδιά, είτε και τα δύο αν είχε λεφτά για χαρτούρα.

Που να περισσέψουν όμως; Πήγαινε και κάθονταν απέναντι από το μαγαζί της Αμαλίας, στου Λαζανά, που δεν είχε όργανα και πίνανε πορτοκαλάδες και ακούγανε και τα κλαρίνα. Ζήλευε βέβαια και στεναχωριότανε αλλά τι να ‘κανε;

 Σιγά σιγά, όμως, με τη δουλειά άρχισε να βγάζει κάποια χρήματα. Πάντρεψε και τις αδερφές του και τα πράγματα άρχισαν κάπως να στρώνουν.

Όταν, κάποια χρονιά, ήρθε πάλι το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης το κανόνισε να πάει στο μαγαζί της Αμαλίας και να χορέψει με την οικογένειά του, τις αδερφές του και τους γαμπρούς του.   

Άρχισε το γλέντι, πήρε το νούμερό του και περίμενε τη σειρά του. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, όλο το χωριό. Εκεί που περίμενε να φωνάξει το νούμερό του ο υπεύθυνος της ορχήστρας, ξαφνικά τον προσπερνάει και δίνει τη σειρά σε έναν λεφτά που έκανε τον καμπόσο στο χωριό. Ήτανε και δεξιός. Γύρευε τι θα του ’δωσε για να του κάνει τέτοιο χουνέρι. Ο Μπάκιας σηκώθηκε αγριεμένος, πάει  στην ορχήστρα για να διαμαρτυρηθεί αλλά τίποτα. Έπρεπε να χορέψει μετά τον λεφτά. Η απόφαση δεν άλλαζε. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αρπάζει ξαφνικά το κλαρίνο και τρέχοντας χάθηκε μέσα στους μπαξέδες. Χωρίς κλαρίνο δεν μπορούσε να συνεχιστεί το γλέντι. Εφεδρικό δεν είχανε. Έτσι, πάει και το γλέντι πάνε όλα. Ψάξανε να βρούνε τον Μπάκια αλλά τίποτα.

 Την άλλη μέρα, με το φως του ήλιου, βρήκαν το κλαρίνο κρυμμένο σε κάτι χόρτα, σπασμένο και κατουρημένο.