Ο κόφτης

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 28.11.20 ]

Είναι κάτι βράδια που στην άδεια πόλη τριγυρνούν φαντάσματα. Νεκρὲς ζωὲς που ξελιμπάρανε σαν παπούτσια με κομμένα τα βάρδουλα. Ο Δήμος, ας πούμε, με έναν κόφτη στο χέρι. Ραγισμένη φωνή, κινίνο το στόμα. Του λες -"τι χαμπάρια ρε φίλε"- κι εκείνος συνεχίζει σκυφτός. Μια κίτρινη σκόνη σκεπάζει τὸ πρόσωπό του. Τα μάτια του δυὸ νεκρὲς αναμονὲς δίχως ρεύμα.           ...........................................

Καὶ δὲν ξεχνᾶς τὴ μέρα ποὺ ὁ «βαρόνος τῆς χελώνας» - ἔτσι φωνάζανε οἱ δικοί του τὸ πανοῦργο πλάσμα - σοῦ παρέδωσε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ κάθε ἐπισημότητα τὸν ἀτσάλινο ἐκεῖνο κόφτη μὲ τὸ φαρδὺ ράουλο καὶ τὰ τέσσερα μαχαίρια καὶ τὸν χρεώθηκες κανονικὰ καὶ μὲ τὸ νόμο, «τὸν κόφτη καὶ τὰ μάτια σου», εἶπε ὁ μπασμένος μὲ κάτι μάτια κουμπότρυπες, «ἂν τὸν χάσεις, χάθηκες!» Καὶ πολὺ θὰ ἤθελες νὰ τοῦ ἔσπαγες τὰ μοῦτρα, ἄν -

Ἂν ἤσουν ἄντρας κι ὄχι νεκροθάφτης, ἂν εἶχες κότσια καὶ φιλότιμο, ἂν εἶχες μιὰ σταλιὰ μπόι, ἂν τό ᾿λεγε ἡ καρδιά σου. Μὰ τί νὰ τοῦ πεῖς; Κανονικά, ρέ μαλάκα, δὲν πατᾶς στὸ σϐέρκο τὸν ἄνθρωπο ποὺ γονατίζει, ποὺ λυγίζει· δὲν ποδοπατᾶς ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε· δὲν βουλιάζεις τὸν ναυαγισμένο ἀλλὰ τοῦ δίνεις ἕνα χέρι νὰ πιαστεῖ· δὲν ζητᾶς τὸ κεφάλι στὸ πιάτο κανενὸς Ἰωάννη, Χρήστου, Πέτρου, Ἀντώνη, Δήμου… ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ρολόι τῆς ΔΕΗ νὰ τοῦ κόϐεις τὸ σωλήνα… τ᾿ ἀκοῦς, μαλάκα;

Ὄχι, ποῦ ν' ἀκούσει! Τίποτα τελικὰ δὲν τόλμησες νὰ τοῦ πεῖς, κιότεψες γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, μαλάκα, ἄθλιό μου τερατάκι! «Ὅλα καλά!» ξέρεις μόνο νὰ λὲς καὶ νὰ λύνεις τοὺς κάϐους ποὺ σὲ δένουν μὲ τὸ χτές. Κι ὁ θάνατος νὰ σπαρταρᾶ στὴν παλάμη σου. Ἡ ἑταιρεία, τὸ ἀφεντικό… «Ἢ τὸ κάνεις ἢ πεθαίνεις!»

("Ὅλα καλά", από τη Σπουδή στὸ κίτρινο, Τὸ Ροδακιό, 2018)