Ο κήπος με τα θαύματα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 24.10.20 ]

Τα λουλούδια της κάθε πρωί ανελλιπώς τα πότιζε. Αχάραγα ακόμα. Τ’ άρωμά τους ν’ αναπνέει. Μονολογώντας. Πότε για το ’να, πότε για τ’ άλλο. Ο βασιλικός, ο σγουρός, ο μυρωδάτος, ήταν ο Βασίλης ο καταδικός της, που κάθε βράδυ του ’βραζε νερό και τον έτριβε στη σκάφη του πλυσταριού, να φύγει ο ίδρος της οικοδομής κι οι βλαστήμιες του εργολάβου, χάρη του κάνουνε που του δίνουνε και μεροκάματο, επιζήσας ναυτικού ατυχήματος σου λέει, τρομάρα του, μόνο να, ήταν λιγάκι χωλός απ’ το δεξί ο κακομοίρης, κι η σκαλωσιά δεν τον κράτησε καλά, θέλει πόδια γερά. Και η τριανταφυλλιά, τα δίδυμα τριανταφυλλάκια της που χάλασαν απ’ τον καημό τους κι ένα πρωί τα βρήκε μαραμένα. Και τα λουλούδια της, ο δικός της ο παράδεισος, ανθισμένα χειμώνα καλοκαίρι, παράξενο πράμα, να τα μυρίζουν οι επισκέπτες και να σκάνε απ’ τη ζήλια τους. Μια ευωδιά ο κήπος με τα θαύματα! Στα στερνά της μοναχά αποφάσισε ν’ αποδοθεί Δικαιοσύνη, και τ’ άφησε να ξεραθούν, στεφάνι αγκαθερό να της πλέξουν της καταραμένης που ’θαψε άντρα και παιδιά. Αυταπάτες μια φορά δεν είχε. Τα λουλούδια δεν είναι για παρηγοριά, για να ξεχνάμε ή για να ξεχνιόμαστε.