Ο βολβός

[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 19.07.21 ]

 

Βγάζω έναν βολβό και του αφαιρώ το άνθος που ξεπροβάλλει στο χώμα πάνω. Δε θέλει και ιδιαίτερα ασκημένη ματιά. Αρκεί να βλέπεις πού ξεχωρίζουν τα άνθη. Με τον καιρό μαθαίνω πώς να έχω τα χέρια μου καθαρά και χωρίς να βιάζομαι χώνω μέσα στο παχύ σώμα του υγρού χώματος σιγά σιγά το μέλος μου. Με υποδέχεται φιλόξενα και είναι η υγρασία της χωμάτινης ουσίας που με κάνει να νιώθω μέρος του σύμπαντος. Με δυο τρεις επιδέξιες κινήσεις και όσο μου επιτρέπεται ανιχνεύω τον όγκο του βολβού, τις ρίζες του και το πόσο συμπαγής είναι. Ό,τι πιστεύω ότι δεν αξίζει το αφήνω εκεί ριζωμένο. Θα γίνει λίπασμα, θα γίνει χώμα στο χώμα. Σκληρό αλλά έτσι είναι, κάποιοι βολβοί φυραίνουν πριν την ώρα τους. Μετά βρίσκω άλλα εδάφη, πιο ξηρά. Εκεί μαθαίνω με άλλους τρόπους να εκριζώνω τους βολβούς.  Η τραχύτητα του εδάφους δε με εμποδίζει να επιδεικνύω τη δεξιότητά μου. Έχω την τεχνοτροπία και με μικρές παραλλαγές βρίσκω τα μέσα να εξαγάγω τον πολυπόθητο καρπό.

Εδάφη τραχιά, εδάφη χέρσα, εδάφη χλοερά με μάθανε να ψάχνω και να βρίσκω καρπούς. Πολλοί από αυτούς τους καρπούς κάρπισαν στα χέρια μου, ανθοφόρησαν λες κι ήμουνα γη εγώ ο ίδιος. Και έγινα γη, έγινα θάλασσα κι ουρανός. Έπαιρνα δύναμη από τη δύναμη της ανθοφορίας και άνθιζα κι εγώ κι ας είχε κόστος τα γκρεμοτσακίσματα κάποιες φορές. Κι αφού δοκίμασα και έπεσα και ξανασηκώθηκα, έμαθα να μην τσακίζομαι εκεί που εμένα με τσακίζουνε. Γιατί κατάλαβα ότι κι εγώ είμαι βολβός, ένας βολβός γεμάτος δύναμη και ρίζες, με άνθη έτοιμα να σκάσουν το μπουμπούκι τους. Πολλά τα χέρια που κι εμένα με πασπάτεψαν αχόρταγα να με ξεριζώσουν. Μ’ αφήνανε να παλεύω με ζιζάνια και αιμοδιψή σκουλήκια.

Μόνο όταν κοιλοπόνεσε η γη στις μέρες της για μένα ήρθα κι αφέθηκα στα χέρια του ανθρώπου που ξεπάστρεψε τη σύνδεσή μου με τη γη. Τώρα οι λώροι κρέμονται και ένα κενό χαοτικό που χάσκει με αναζητεί να γείρω πίσω στην αιώνια θαλπωρή της γόνιμης λάσπης. Μα, αν και βολβός, ξεφλούδισμα στο ξεφλούδισμα, ανθίζω, σκιρτώ από τη μια στη φιλόξενη παλάμη και από την άλλη στην κάψα του πρωτόγνωρου ήλιου. Παίρνω χρώμα, θάλλω, ακκίζομαι και, όταν φυλλορροώ, κείτομαι ανάσκελα. Και τότε το χέρι, που βολβό με πήρε και έμεινα τώρα να χάσκω χωρίς άνθη, μου θύμισε την αιώνια πατρίδα μου, το χώμα. Με έριξε στο χώμα, χώμα να γίνω, να βρω τα αποπαίδια που χαρά χεριού δεν είδαν. Ξεράθηκα και έλιωσα μέσα στο χώμα, ώσπου μεριάστηκα όταν κατάλαβα πως άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά να δώσεις χώρο σε αυτό που σε σπρώχνει για να βγει στην επιφάνεια, τον νέο καρπό. Τελικά εγώ θα ξεριζώσω άλλους βολβούς, εγώ θα γίνω βολβός με άνθη στα ξένα χέρια, εγώ και λίπασμα να ανθοφορήσουν άλλοι βολβοί.