Ο αντάρτης Χριστός του Μ. Αντύπα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 20.04.22 ]

Ένας 21χρονος πρόσφυγας είναι νεκρός στην πόρτα της εκκλησίας, δίπλα από το σταυρό του μεγάλου μαρτυρίου του.  Είναι ο δικός μας Χριστός. Αυτός που οι σύγχρονοι Φαρισαίοι έχουν δαιμονοποιήσει  ως…εισβολέα «σατανά».  Αλλά έτσι συνέβαινε πάντα. Μέχρι να αλλάξει ο κόσμος και να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Μέχρι ένας Ι. Μίλτων να δείξει ότι ο «διάβολος» είναι ένας επαναστάτης και ότι η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης δεν είναι δαιμονικό γεγονός. Από εδώ θα προκύψει το νεωτερικό «δαιμονιακό ύψιστο», αλλά και οι αποκαλούμενοι «καταραμένοι» της λογοτεχνίας και της ζωής. Με άλλα λόγια, στο φαντασιακό των ανθρώπων μέσω της αλλαγής της εικόνας του «διαβόλου» θα διαμορφωθεί ένας πιο "δημοκρατικός ουρανός" που μπορεί να έχει την αντιστοιχία του στη Γη. Σήμερα, έχουμε μια πίστη σ’ ένα εκείθεν απολυταρχικό, που επιμένει στους «δαίμονες», και μία πίστη, που εκδημοκρατίζεται, που δεν έχει δαίμονες, καθώς αναγνωρίζει τους «κάτω», τους καταραμένους, τους πρόσφυγες, τους απόκληρους.

Η «δεύτερη» πίστη ομνύει στους δικούς της αγίους, αυτούς που αρνούνται την αυθεντία της αγιοσύνης τους, και που παραμένουν αιρετικοί, αντινομικοί, ετερόδοξοι. Τέτοιος ήταν και ο Μαρίνος Αντύπας που διακήρυσσε: «…Ότι ο Σοσιαλισμός είναι αυτή η Αλήθεια, αυτή η Δικαιοσύνη, και ότι ο διδάξας τούτον είναι ο Χριστός, και ότι ολόκληρος εν τω Ευαγγελίω εμπεριέχεται τούτο είναι αναμφισβήτητον». Γι’ αυτό η θυσία του είναι κεντρικής σημασίας, καθώς «η πρόοδος της ιδέας έχει ανάγκην αυτοθυσίας και ότι το δέντρο του αγώνα ποτίζεται με αίμα…».

Η Ελευθερία στον Αντύπα ορίζεται από την ευαγγελική ρήση «ο μισείς ετέρω μη ποιήσεις», καθώς «Η ελευθερία συνίσταται εις το να δύναται να πράττη παν ό,τι δεν βλάπτει τον άλλον(…), ώστε η εξάσκησις των φυσικών δικαιωμάτων παντός ανθρώπου δεν έχει άλλα όρια ειμή εκείνα τα οποία εξασφαλίζουσιν εις τα άλλα μέλη της Κοινωνίας την απόλαυσιν των αυτών δικαιωμάτων…».

Το «Σοσιαλιστικόν Πολίτευμα» καταργεί τα προνόμια των «Βασιλέων και Αρχόντων αλλά και αυτό το κληρονομικόν δικαίωμα της περιουσίας αφαιρεί, και την δύναμιν του χρήματος καταργεί, και μίαν Κοινωνική τάξην καθορίζει εργαζομένην άνευ εξαιρέσεως και απολαμβάνουσαν άνευ διακρίσεως… Όλοι οι άνθρωποι εξίσου θα εργάζονται και αδελφικώς θα αλληλοβοηθώνται, ούτως δε πληρούται το του Χριστού ρηθέν «και ελεύσεται ημέρα καθ’ ην γενήσεται η ανθρωπότης μία ποίμνη εις ην εις θα είναι ποιμήν η Αγάπη και η Δικαιοσύνη»».

Αλλά με ποια μέσα ο Σοσιαλισμός «θα επιτύχη»; Διερωτάται ο Αντύπας, καταλήγοντας στο «βαθμηδόν»: «Ανεγείρων δηλαδή ολίγον κατ’ ολίγον τας Εργατικάς Τάξεις εκ του βορβόρου της πείνας και αμαθείας και κρημνίζων ανεπαισθήτως και συνεχώς το χρήμα και την Βασιλείαν θα φέρη αιφνιδίως εν μέσω των μειδιαμάτων τη Ανθρωπότητος το ΤΕΛΟΣ του ΤΥΡΑΝΝΟΥ».  

Στο τελευταίο άρθρο του στην «Πανθεσσαλλική»(26.2.1907) που τιτλοφορείται «Τι είμαι» ο Αντύπας σημειώνει: «Είμαι σοσιαλιστής, όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης την ελευθερίαν, την ισότητα και την αδελφότητα. Φρονώ δηλαδή ότι, όπως το φως του ηλίου, ο αήρ, το ύδωρ κ.τ.λ. είναι εις την καθολικήν των ανθρώπων χρήσιν, ούτω και πάντα τα’ άλλα, όσα ο άνθρωπος χρειάζεται, δύνανται να καταστώσι κοινά, ένα οι ατελείς και εγωιστικοί νόμοι, τους οποίους ενομοθέτησε η επίσης ατελής διάνοια του ανθρώπου, αντικατασταθώσι δια του τελειοτάτου και δικαιοτάτου του Ιησού, όστις παραγγέλλει «αγάπα τον πλησίον Σου ως σεαυτόν»…». 

Ο Αντύπας είναι υπέρ ενός χριστιανισμού της Αγάπης και της Κοινοκτημοσύνης, αλλά είναι κατά του θεσμού της Εκκλησίας. Οι «από πάνω» επιμένουν στο θεσμικό κέλυφος της χριστιανικής πίστης, στην Εκκλησία, την οποία ελέγχουν. Αντίθετα, οι «χριστιανοκοινωνιστές» είναι υπέρ της χριστιανικής αλληλεγγύης χωρίς τον εξουσιαστικό θεσμό της Εκκλησίας.

Και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μιλώντας για την «ανάγκη της θρησκείας» εστιάζει στη μη θεσμική πίστη. Ο μη θεσμικός χριστιανισμός είναι απόλυτα συνυφασμένος με τον ελευθεριακό χριστιανοκοινωνισμό, που παραπέμπει τόσο στους σύγχρονους Αμερικανούς, όπως ο Βόνεγκατ, αλλά κυρίως στον Πλωτίνο Ροδακανάκη και το «κοινωνιστικό σύγγραμμά» του! Ο Μαρίνος Αντύπας, ενώ αρχικά στράφηκε στους υπηρέτες της πόλης (επιχείρησε να οργανώσει τους υπηρέτες των οινοπαντοπωλών της Αθήνας με μία τεράστια συγκέντρωση για την εποχή), τελικά αναπροσανατολίζεται και προσπαθεί να οργανώσει τους άλλους απόκληρους, τους κολίγους, αυτούς δηλαδή που λογίζονταν κυριολεκτικά σαν κτήνη και βρίσκονταν έξω από το δομημένο σώμα της κοινωνίας, όντας αποκλεισμένοι, όπως οι σημερινοί απόκληροι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Η οργάνωσή τους επιδιώχθηκε να γίνει μέσω της χριστιανοκοινωνικής ιδεολογίας. Έτσι, ο Αντύπας γίνεται ένας αντάρτης Χριστός, όπως ο Χριστός των Αμερικανών νεολαίων της δεκαετίας του 1960, όπως τον περιγράφει ο Νόρμαν Μέηλερ στις «Στρατιές της νύχτας»…  

 

*http://artinews.gr/19.-%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8D%CF%80%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%B8%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-1882.html