«Μπίζνες, Μπίζνες»

[ Γιάννης Ηλ. Παππάς / Ελλάδα / 06.01.19 ]

Στα μέσα της δεκαετίας του '70 και λίγο πριν, πολλά νέα παιδιά από το χωριό μας και τα γύρω μέρη, έφευγαν για τα καράβια, αφού στο χωριό δεν μπορούσαν να καθίσουν, όσοι δεν μορφώθηκαν εννοείται ή δεν πέρασαν σε κάποια σχολή.

Τότε, στη μεταπολίτευση, το απολυτήριο, πόσο μάλλον το πτυχίο, ήταν το διαβατήριο για επαγγελματική αποκατάσταση.

Τα πιο πολλά από τα παιδιά αυτά έβγαζαν ναυτικό φυλλάδιο και μπάρκαραν στα καράβια, ναύτες, έχοντας πάντα στο μυαλό τους να βγούνε στην Αμερική ή στην Αυστραλία για μια καλύτερη ζωή.

Τα πράγματα βέβαια ήταν δύσκολα. Έπρεπε να βγεις παράνομα στη στεριά, να κρύβεσαι κάνα χρόνο και μετά, αν ήσουν τυχερός, να μείνεις με νόμιμα χαρτιά.

Ένας ξάδερφός μου, που είναι τώρα συνταξιούχος πλέον στην Αυστραλία, το είχε κάνει αυτό πριν από 50 περίπου χρόνια και τα κατάφερε.

Ο ήρωάς μας, ας τον ονομάσουμε Λευτέρη, είχε μπαρκάρει και σε ένα ταξίδι που πιάσανε Νέα Υόρκη το ’σκασε και πήγε και κρύφτηκε σε ένα εστιατόριο που το είχε κάποιος Έλληνας από τα δικά μας τα μέρη. Στο ίδιο εστιατόριο δούλευε και ένας από το χωριό, φίλος του Λευτέρη ο οποίος τον είχε ενημερώσει για το τι έπρεπε να κάνει.

Όπως και η πλειοψηφία των Ελλήνων της Αμερικής, έτσι και ο Λευτέρης μπήκε στην κουζίνα ως λαντζέρης. Πήγαινε το πιάτο σύννεφο. Όσο ήταν στο χωριό δεν είχε πλύνει ούτε ποτήρι. Η καημένη η μάνα του ήταν όρθια από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ για να φροντίσει τόσα στόματα, 6 παιδιά και έναν άντρα που ήταν γνωστός στο χωριό για τα μπεκρουλιάσματά του.

Στην Αμερική όμως ο Λευτέρης έπλενε κάθε μέρα εκατοντάδες πιάτα, στοίβες ολόκληρες. Τα χέρια του είχαν παπαριάσει από το νερό. Τι να ’κανε όμως; Έπρεπε να κάνει κάτι στη ζωή του. Όταν θα γύριζε αργότερα στο χωριό, αυτό ήταν το όνειρό του, έπρεπε να έχει καταφέρει κάποια πράγματα. 

Αφού κατόρθωσε, τον δεύτερο χρόνο να πάρει την προσωρινή άδεια παραμονής, την πράσινη κάρτα που τη λέγανε, σιγά σιγά κατάφερε να φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα και κάποια στιγμή να πάει και στην πατρίδα, στο χωριό του. Αυτή η στιγμή ήρθε μετά από 6-7 χρόνια.

Στο σπίτι τον υποδέχτηκαν οι συγγενείς και οι γείτονες. Σε όλους είχε φέρει από κάτι.

Είδε τους παλιούς του φίλους στο καφενείο, αλλά κανείς δεν ήξερε τι δουλειά έκανε στην Αμερική. Έτσι, τουλάχιστον, νόμιζε ο Λευτέρης.

Βέβαια, οι πιο πολλοί ξέρανε για τα πιάτα και τη λάντζα με τα οποία ασχολούνταν σχεδόν όλοι οι Έλληνες που πήγαιναν εκεί. Τους τα είχε πει ο φίλος του Λευτέρη που ήταν μαζί στην Αμερική.

Μια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Αποστόλης ο οποίος ήταν γενικά πειραχτήρι ή όπως λέμε στο χωριό μεγάλος κοροϊδάνος.

Αφού είπανε τα τυπικά τον ρωτάει και για τη δουλειά.

«Εσύ Λευτέρη», του λέει, «με τι ασχολιόσουνα στο Αμέρικα»;

 Και θέλοντας να δείξει ότι ξέρει κι αυτός κάποιες αγγλικές λέξεις τού λέει:

«Μπίζνες, Μπίζνες»;

 «Ναι», του απαντάει ο Λευτέρης, χαμηλόφωνα, «Μπίζνες».

 Και καθώς ο Λευτέρης έφευγε, του φωνάζει ο Αποστόλης γελώντας: «Λάντζα-Λάντζα»;

 «Γιες, γιες, Λάντζα», ακούστηκε η φωνή του Λευτέρη, με ένα παράπονο.