Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου: Επιτάφιος εν Ελευσίνι

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 11.09.20 ]

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙ

του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου

πεζά κείμενα και ποιήματα για την Ελευσίνα με αφορμή τον Επιτάφιο του Μίκη Θεοδωράκη

Εκδ. 'Εναστρον" 2η έκδοση 2020

Είναι μέρες που διαβάζω έναν σπουδαίο ποιητή από την Ελευσίνα, έναν τόπο προσκύνημα, όπου το χθες λαβωμένο συμφύρεται με το σήμερα σε μια γραφή που αρχικά αφήνει άφωνο τον αναγνώστη, ένα βιβλίο που μου προκάλεσε αυτό που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ονόμασε "μνημονική μέθη" κι ο Νικήτας Σινιόσογλου επαναφέροντας τον όρο στα δοκίμια του για τον Αλλόκοτο Ελληνισμό, διευκρίνισε γράφοντας πως μια ψυχική μεταβολή συμβαίνει την ώρα που βλέπεις τα πράγματα, μνημεία, στην περίπτωση μας, τις λέξεις που κουβαλούν τα ψιχία και την ψυχή του παρελθόντος χρόνου κι αποκαλύπτουν την πόλη ζώσα και παλλόμενη σε κάθε χορδή του χρόνου. Η αρχική αφωνία, στη συνέχεια της ανάγνωσης αντικαθίσταται με έναν καταιγισμό συναισθημάτων που προκαλεί η κατάδυση κι η ταύτιση με πρόσωπα και διαδρομές. Κυριολεκτικά μαγεύτηκα. Να έτσι πρέπει να γράφουμε για τις πόλεις και τα χωριά που μας ανέθρεψαν, έξω από ωραιοποιήσεις και γλυκερούς λόγους, με την αλήθεια(α-λήθη) και την ανοιχτωσιά του λόγου που συν-χωρεί στις αράδες του ζώντες και τεθνεώτες, αγάλματα και πρόσωπα, τη στιλπνότητα του αρχαίου γλυπτού με το γκρίζο φαγωμένο τοίχο από το νέφος του Χαλυβουργείου, νεότητα και γήρας, διαμάχη και συμφιλίωση, έρωτα και μίσος, ζωή και θάνατο, δρόμους και γωνιές, παιδική αθωότητα και ενηλικίωση, απώλειες και μνήμη, με μια λέξη μια "ψυχογεωγραφία" το βιβλίο του Λουκόπουλου που έγινε και παράσταση-λειτουργία, συνοδευόμενη από την ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη, σε τραγούδια του μεγάλου συνθέτη και σε αντίστιξη με τα κείμενα. Καταγράφω ένα πεζό, ενδεικτικό της γραφής του Κωνσταντίνου, θερμά ευχαριστώντας τον για τη μέθεξη και θα επανέλθω με εκτενές σημείωμα. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα και με πάθος.

"ΔΥΣΚΟΛΗ ΝΥΧΤΑ με ζέστη, με ενύπνια και βροχές, πάλευα να σε δω στον ύπνο μου μα όλο γλίστραγες. Ξύπνησα μόλις σε αγκάλιασα κι είδα που έγινες αέρας και το χέρι μου πάγωσε.Από την αυλή φαίνονταν τα τέσσερα φουγάρα της Χαλυβουργικής να γυαλίζουν σαν ιωνικές κολώνες. Σκέφτηκα, ό,τι κι αν συμβαίνει, κάποια πράγματα θα παραμένουν άγια των αγίων: η ιερότητα τους θα είναι αδιαμφισβήτητη, ο χρόνος συναυτουργός θα τα συνομολογεί. Αυτή η πόλη παραμένει στους αιώνες ένας ναός της Γης και της Ανάστασης. Κι ας φυτρώνουν αγκάθια κι ασφόδελοι στο Θυσιαστήριο. Κι ας είναι ο πρόναος του φτιαγμένος με φουγάρα. Μετά σε ένιωσα που χάιδευες τον ώμο μου, το χέρι μου ζεστάθηκε κι άρχισες -εκ νέου- να πυκνώνεις. Σαν να ήσουν ακόμα ζωντανή".