Κατερίνα Γώγου: Θα την αλλάξουμε τη ζωή...

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 03.10.23 ]

Κατερίνα Γώγου

Μια ζωή «σαν κινούμενη άμμος»,

 «σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα»

 Πάλεψε για μια καλύτερη ζωή. 

Έφυγε σαν σήμερα..

«Δέντρο ήμουνα κι έσπασα.

Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά

γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά

να παίξουνε τους κρεμασμένους.

Μπορεί δίκαια…

Προκάλεσα με πάθος τη ζωή.

Ασέβησα δυο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.

άσκησα την όραση για μακριά

κι έχασα τα κοντινά μου», είπε.

Δεν ήθελε να πουν πως αυτοκτόνησε

Ήθελε  να λένε στην κόρη της: 

«Μπορείτε να της πείτε

πως δεν άντεξα την άνοιξη

ή πως πέρασα με κόκκινο

ναι.. αυτό είναι πιο πιστευτό.

Με κόκκινο αυτό να πείτε

με κόκκινο..

Ήθελε να ζήσει 

 έχασε τη ζωή

«μέσα σε κίτρινους ανθρώπους

βρώμικα τζάμια

κι ανιστόρητους συμβιβασμούς»

Έγραφε : «Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.

Είναι το γαμώτο που δεν έζησα».

Θα ‘θελε να γράψει ένα βιβλίο που να δίνει χαρά, δύναμη και καλή ενέργεια, αλλά  παίζει με τη ζωή.

 «Όταν παίζεις με τη ζωή, παίζεις και με τον θάνατο» θα πει. 

Ήθελε ένα πρωί να χαθεί με το όνειρο της επανάστασης:

«Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα

και θα χαθώ

με τ’ όνειρο της επανάστασης

μες την απέραντη μοναξιά

των δρόμων που θα καίγονται,

μες την απέραντη μοναξιά

των χάρτινων οδοφραγμάτων

με το χαρακτηρισμό –μην τους πιστέψεις!–

Ήθελε να αλλάξει τον κόσμο αλλά διάλεξε τον θάνατο γιατί αγάπαγε τη ζωή. 

Η μοναξιά της σαν τσεκούρι στο ματωμένο της μυαλό.

Δεν άντεχε τον κόσμο όπως ήταν γιατί όπου κι αν πάτησε:

 «άφηνα αίμα, γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ κι όλο αλλάζω σεντόνια». 

«Εμείς εκεί.

Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε

την ίδια διαδρομή.

Ξεφτίλα μοναξιά απελπισία. Κι ανάποδα».

«Και μείς αποφασίσαμε

το θάνατο στο θάνατο

γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή», έγραφε.

Οι φίλοι της είναι μαύρα πουλιά

«πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών

Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.

Κάνουν ότι λάχει.

Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών

φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους

διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος

επαγγελματίες επαναστάτες

“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα

γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο

γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα

γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.»

Θα ‘ρθει καιρός όμως, έλεγε

«που θ’ αλλάξουν τα πράγματα

να το θυμάσαι Μαρία

θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα

εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε

κρατώντας τη σκυτάλη

Μη βλέπεις εμένα μην κλαις

εσύ είσαι η ελπίδα

Άκου, θα ‘ρθει καιρός

που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς

δε θα βγαίνουν στην τύχη

δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές

με γερμένους απ’ έξω

και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε

δε θα ‘μαστε άλογα

να μας κοιτάνε στα δόντια

Οι άνθρωποι, σκέψου,

θα μιλάνε με χρώματα

κι άλλοι με νότες

να φυλάξεις μοναχά

σε μια μεγάλη φιάλη με νερό

λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :

απροσάρμοστοι, καταπίεση,

μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός

για το μάθημα της Ιστορίας…

Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος

Θα την αλλάξουμε τη ζωή»