Η ντροπή του σώματος

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 15.10.22 ]

Η ντροπή για το σώμα, ως ένα είδος αρνητικής προσωπικής αξιολόγησης, είναι μια μορφή ενοχοποίησης που επιβάλλεται από κοινωνικά πρότυπα, τόπος καταπίεσης και περιθωριοποίησης που έχει πάρει πλέον καταστροφικές διαστάσεις. Σήμερα όλο και περισσότερες γυναίκες έχουν « ντροπιασμένα» σώματα. Η αισθητική χειρουργική νοείται ως μια πρακτική όπου το σώμα κυριολεκτικά διαμορφώθηκε από την ντροπή. Η ντροπή μπορεί να είναι σημαντική στην αξιολόγηση της ηθικής και οντολογικής μας θέσης στον κόσμο. Μπορεί όμως να είναι τοξική καθώς η χρόνια ντροπή του σώματος συνδέεται με την καταπίεση, τον αποκλεισμό, το πόνο και το στίγμα.

Οι γυναίκες συχνά ντρέπονται για το βάρος τους, την ηλικία τους ή γενικά γιατί το σώμα τους δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα της εποχής. Το σώμα έτσι γίνεται ένα κοινωνικό και πολιτισμικό τεχνούργημα, που διαμορφώνεται από εξωτερικές δυνάμεις και απαιτήσεις και προκαλεί δυσφορία. Η ντροπή του σώματος, ως ντροπή που επικεντρώνεται στο σώμα, συνίσταται στο ότι το υποκείμενο πιστεύει ότι το σώμα του είναι ανεπιθύμητο ή μη ελκυστικό, σε σχέση με τις κοινωνικές απεικονίσεις του «κανονικού», του ιδανικού ή του κοινωνικά αποδεκτού σώματος.

Ο εαυτός, για τους φαινομενολόγους, όπως και για τον Φρόιντ, είναι αναγκαστικά σωματικός, το σώμα συνιστά τον εαυτό. Δεν είναι μια ξεχωριστή οντότητα με την οποία ο εαυτός βρίσκεται σε σχέση. Η σχέση με το σώμα λοιπόν συνδέεται με την αποδοχή ή μη του εαυτού μας. Αυτό το σώμα, ωστόσο, δεν είναι απλώς αυτό που μας προσφέρει η βιολογία αλλά και συνέπεια μιας διαδικασίας εσωτερίκευσης του βλέμματος των άλλων. Η σωματική εμπειρία είναι μια αναγκαστικά διπλής όψης υπόθεση, η εσωτερική εμπειρία του βιωμένου σώματος είναι πάντα και αναγκαστικά συνυφασμένη με την εξωτερική εμπειρία του αντικειμένου-σώματος. Με τη δημοσίευση του Δεύτερου Φύλου από τη Simone De Beauvoir, η φεμινιστική θεωρία για τη σχέση μεταξύ του σώματος και του εαυτού μπήκε στο επίκεντρο. Μαζί με άλλους φαινομενολόγους, ιδιαίτερα τον Merleau-Ponty και τον Sartre, η Beauvoir αναγνωρίζει ότι «το να είσαι παρών στον κόσμο σημαίνει αυστηρά ότι υπάρχει ένα σώμα που είναι ταυτόχρονα ένα υλικό πράγμα στον κόσμο και μια άποψη για τον κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες ζουν το σώμα τους ως αντικείμενα για το βλέμμα του άλλου έχει την αρχή του όχι στην ανατομία αλλά στην «εκπαίδευση και το περιβάλλον» για την Beauvoir : «Τα σώματά μας εκπαιδεύονται, διαμορφώνονται και σχετίζονται με τις επικρατούσες ιστορικές μορφές… αρρενωπότητας και θηλυκότητας». Με δίαιτες, μακιγιάζ, άσκηση, ντύσιμο και αισθητική χειρουργική, οι γυναίκες, και όλο και περισσότεροι άνδρες, προσπαθούν να σμιλεύσουν το σώμα τους σε σχήματα που αντικατοπτρίζουν τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Ούτε ένα μέρος του γυναικείου σώματος δεν μένει ανέγγιχτο, αναλλοίωτο… Από την κορυφή μέχρι τα νύχια, κάθε χαρακτηριστικό του γυναικείου προσώπου, κάθε τμήμα του σώματός τους υπόκειται σε τροποποίηση. Τα μη «κανονιστικά» σώματα θεωρούνται φρικιά και τέρατα μέχρι που με τις αισθητικές παρεμβάσεις δημιουργούνται πραγματικά τέρατα. Η άνθηση της βιομηχανίας της αισθητικής χειρουργικής είναι συνέπεια του ότι ένα όλο και πιο συγκεκριμένο σύνολο σωματικών μορφολογιών γίνονται αποδεκτές ως ελκυστικές και επιθυμητές. Επιπλέον, αυτές οι μορφολογίες είναι συνήθως νεαρών σωμάτων. Έτσι τροφοδοτείται η ζήτηση για τροποποίηση του σώματος των σωμάτων των γερόντων. Είναι η χρόνια ντροπή του σώματος επομένως που οδηγεί στις επιλογές της αισθητικής χειρουργικής. Αυτή η ντροπή αφορά κυρίως σε ζητήματα που σχετίζονται με την κυριαρχία, την οικονομία, την πολιτική, τη φυλή, το φύλο, την αναπηρία κλπ. Η καταναλωτική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από δύο κυρίαρχα ιδανικά: το ιδανικό για το σώμα και το ιδανικό για την υλική καλή ζωή. Το τέλειο ιδανικό σώμα αναφέρεται στο να είσαι εξαιρετικά λεπτή για τις γυναίκες και εξαιρετικά μυώδης για τους άνδρες και το ιδανικό για την υλική καλή ζωή αναφέρεται στην έμφαση στην ευμάρεια . Αυτά τα δύο πολιτιστικά ιδανικά συχνά συνδέονται στενά, επειδή συνήθως εμφανίζονται μαζί στα μέσα ενημέρωσης. Δεδομένου ότι οι υλιστικές αξίες συνδέονται στενά με την εσωτερίκευση των ιδανικών για το τέλειο σώμα και ότι η αυτο-αντικειμενοποίηση είναι μια γνωστική διαδικασία που εκδηλώνεται με την εσωτερίκευση των ιδανικών ομορφιάς και την επιτήρηση του σώματος έχουν ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να παρακολουθούν συνεχώς το σώμα τους για να το συγκρίνουν με ένα «ιδανικό» σώμα, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ντροπή για τον ίδιο τον εαυτό τους. Στην καταναλωτική  κοινωνία, τα σώματα εμπορευματοποιούνται και αντικειμενοποιούνται.

Υπάρχει ανοιχτή περιφρόνηση για τους ανθρώπους που ζουν σε βαρύτερα σώματα έτσι ώστε συχνά ενθαρρύνει τα άτομα αυτά να αναπτύξουν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές γιατί νοιώθουν αποτυχημένοι μέσα από το βλέμμα ενός «ιδανικού» άλλου. Κάποιος αισθάνεται ντροπή μόνο όταν αναγνωρίζει στον εαυτό του αυτό που οι άλλοι αντιλαμβάνονται ως πηγή ντροπής. Αυτή η αντίληψη προέρχεται από κοινωνικά κατασκευασμένες ιδέες για το ποιοι τύποι σωμάτων είναι κοινωνικά αποδεκτοί και μη. Έτσι ενώ το υπερβολικό βάρος κάποτε θεωρούνταν σημάδι ακραίου πλούτου και ευημερίας, θεωρείται σήμερα σημάδι έλλειψης ελέγχου, απληστίας ή τεμπελιάς. Εκτός από τις πολιτιστικές και κοινωνικές αναγνωρίσεις του τι σημαίνουν και οι δύο όροι σε διαφορετικά περιβάλλοντα, οι ετικέτες «αδύνατος» και «χοντρός» καθορίζονται περαιτέρω από αλλαγές στις ιστορικές ερμηνείες του τρόπου με τον οποίο εννοιολογούνται αυτοί οι σωματότυποι. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μελέτες έχουν δείξει ότι οι Αφροαμερικανοί είναι πιο πιθανό να βλέπουν τα μεγαλύτερα σώματα θετικά και τα πιο αδύνατα σώματα αρνητικά, παρά τις ευρύτερες κοινωνικές επιρροές που υποδηλώνουν ότι το αντίθετο ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους που κατοικούν στις ΗΠΑ .

Το πάχος είναι μια κατηγορία που κατασκευάζεται στην πολιτιστική σφαίρα. Η χονδροφοβία προέρχεται από τον επιστημονικό ρατσισμό του 18ου αιώνα, ο οποίος απεικόνιζε τους λευκούς ανθρώπους ως φύσει αδύνατους, ευφυείς και πολιτισμένους και τους μαύρους ως φύσει χοντρούς, απολίτιστους και μη ευφυείς. Έτσι το λεπτό, χωρίς αναπηρία, λευκό σώμα έγινε το πρότυπο ομορφιάς και ηθικής αγνότητας. Ειδικά οι λευκές γυναίκες αναμενόταν να πειθαρχήσουν το σώμα τους για να επιτύχουν μια λεπτή σωματική διάπλαση, όχι μόνο για χάρη της «προσωπικής υγιεινής», αλλά και για να προστατεύσουν τη λευκή φυλή από τον εκφυλισμό. Το πρότυπο της «καλής υγείας» βασίστηκε επομένως στην επιστήμη των φυλετικών διαφορών και στην ηθική επιταγή να διαφοροποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον χοντρό, ανάπηρο, μαύρο «άλλο».

O καπιταλισμός, το στίγμα του βάρους και η κουλτούρα της διατροφής διασταυρώνονται για να δημιουργήσουν περιθωριοποίηση, αποξένωση και βλάβη σε ανθρώπους όλων των μεγεθών. Θεωρείται ότι ο νεοφιλελευθερισμός παραβλέπει τους πολυάριθμους  κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και πολιτικούς παράγοντες που συχνά οδηγούν στο υπερβολικό βάρος (Greenhalgh, 2015). Ο υγιεινισμός και η έμφαση στην προσωπική ευθύνη συμβάλλει σε αυτή τη νομιμοποίηση, τονίζοντας τον ρόλο της ατομικής δράσης και επιμονής στην επίτευξη και διατήρηση της απώλειας βάρους, παραγνωρίζοντας άλλους παράγοντες. Εάν οι μη υγιείς φταίνε για το παχύ και ανάπηρο σώμα τους, τότε η κοινωνία δεν χρειάζεται να δημιουργήσει προσιτές και χωρίς αποκλεισμούς συνθήκες για να φιλοξενήσει την ύπαρξή τους. Εναπόκειται στα άτομα να πειθαρχήσουν και να τιμωρήσουν  το σώμα τους για να επιτύχουν το επίπεδο υγείας της κοινωνίας (ακόμα κι αν αυτό είναι αδύνατο). Επομένως όταν ασπαζόμαστε τον υγιεινισμό, γινόμαστε συνένοχοι στο καθεστώς σωματικής ντροπής.

Οι ηθικοί, αισθητικοί και επιστημονικοί κανόνες της κοινωνίας είναι αυτό που ο Foucault θα αποκαλούσε «μηχανή εξουσίας» ή ένα διάχυτο σύστημα εξουσίας που παράγει και διαμορφώνει πρακτικές προς ορισμένους στρατηγικούς και πολιτικούς σκοπούς. Τείνει στην επιβράβευση του λευκού, αδύνατου, μη ανάπηρου σώματος, αναπαράγοντας έτσι σχέσεις εξουσίας αιώνων. Το λίπος νοείται ως σημάδι ηθικής εξαχρείωσης. Το χοντρό άτομο κωδικοποιείται συχνά ως ανάπηρο και περιφρονείται όπως το σώμα με ειδικές ανάγκες.

Τι είναι ένας «κανονικός άνθρωπος»; Ο κανόνας είναι λευκός, αδύνατος, ψηλός, χωρίς αναπηρία και επομένως αποδέκτης κοινωνικού κεφαλαίου. Το αρχέτυπο του «φυσιολογικού ανθρώπου» λειτουργεί για να καταπιέζει, να περιθωριοποιεί και να αποκλείει.

Η ντροπή του σώματος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η ομορφιά δεν είναι μια έμφυτη κατηγορία που υφίσταται ανεξάρτητα από πολιτιστικούς κανόνες και κοινωνικές αξίες και υπάρχει σε μια ποικιλία σωμάτων και μεγεθών σώματος ανεξάρτητα από πόσο πολύ αποκλίνουν από τις κανονιστικές προσδοκίες.

Οφείλουμε στον εαυτό μας και στους άλλους να απορρίψουμε τα τοξικά πρότυπα υγείας και ομορφιάς της δυτικής κοινωνίας, τα οποία προέρχονται από αποικιακές και πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας.

Οφείλουμε να αγαπάμε το σώμα μας και να μην επιτρέπουμε αναφορές που σχετίζονται με την απαξίωση των σωμάτων μας ούτε καν με τη μορφή επαίνου.

Το αντίθετο του «body shaming» είναι η αποδοχή του σώματος. Η θετικότητα του Σώματος αναφέρεται στην ανάγκη να αποδεχθούμε το σώμα μας, ανεξάρτητα από το μέγεθος, το σχήμα, το χρώμα του δέρματος, το φύλο και τις σωματικές ικανότητες. Είναι η προσπάθεια να γιορτάσουμε τη διαφορετικότητα στη σωματική αισθητική και να επεκτείνουμε τα στενά πρότυπα ομορφιάς πέρα ​​από τα σημερινά τους όρια. Οι αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα σώματα είναι κεντρικής σημασίας για τη διαδικασία του πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, για την ίδια την εξέλιξη του ανθρώπου.