«Η ευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση είναι μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 06.05.21 ]

Ο Βρετανός φιλόσοφος και μαθηματικός του 20ου αιώνα, Alfred North Whitehead κάποτε σχολίασε: «Ο ασφαλέστερος γενικός χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης είναι ότι αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα».

Υπερβολική η άποψή του αλλά όντως η φιλοσοφία ακόμα ασχολείται με προβλήματα που αυτός πρώτος έθεσε -στην επιστημολογία, τη μεταφυσική, τη λογική, την ηθική ή και την πολιτική. Ο Αριστοτέλης αν και ένας βαθιά μη πλατωνικός στοχαστής, που ήταν αναμφισβήτητα πολύ πιο επιδραστικός στη Δύση για πολλούς αιώνες, επηρεάστηκε από  τον Πλάτωνα. Οι στωικοί και οι Επικούρειοι οφείλουν κάτι στον Πλάτωνα. Αν και η δήλωση του Whitehead, που υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή φιλοσοφία μπορεί να θεωρηθεί υποσημείωση στον Πλάτωνα, είναι υπερβολική, είναι μια πρόκληση για να μελετήσουμε τα όσα λέει. Τα  θέματα που θίγει ο Πλάτωνας, το θέμα της ενότητας και της διαφορετικότητας, το άπειρο με την έννοια μιας ατελείωτης προόδου, η διαφορά μεταξύ εννοιολογικής  και υπερβατικής γνώσης, η θεωρία των ιδεών, οι πολιτικές του απόψεις, οι απόψεις του για την δικαιοσύνη και την ιδέα του αγαθού, το πρόβλημα του ενός και των πολλών, η ιδέα της συνέχειας, η έννοια της πολλαπλότητας (διακριτά αντικείμενα) και η (χωρική) έννοια ενός συνόλου (ολότητα), η διαλεκτική ένταση μεταξύ μορφής και ύλης, η ουσία, απασχολούν και θα απασχολούν την μετέπειτα φιλοσοφία.

Στα μαθηματικά και τη θεολογία η πλατωνική κληρονομιά είναι επίσης πολύ πλούσια. Στο έργο του για την αρμονία του σύμπαντος, ο Κέπλερ αποδέχεται στοιχεία της μεταφυσικής του Πλάτωνα. Ο Μπαντιού εμπνέεται φιλοσοφικά από τον Πλάτωνα. Μάλιστα, έχει αφιερώσει ένα ωραίο βιβλίο στην ανάλυση της «Πολιτείας». Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα νέο είδος Πλάτωνα ή Σωκράτη που γκρεμίζει τους ψεύτικους κόσμους των σοφιστών. Ίσως ο πλατωνισμός του να συντελεί στην έντονη κριτική του προς τη σημερινή φιλελεύθερη δημοκρατία, την οποία θεωρεί ως ένα είδος συγκαλυμμένης ολιγαρχίας, λόγω των τεράστιων ανισοτήτων, οικονομικών και άλλων, που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Η διασύνδεση αυτή μαρξισμού, ψυχανάλυσης, πλατωνισμού και θεολογίας δεν είναι εντελώς καινούργια καθώς υπάρχει και στον Lacan, ενώ ορισμένα στοιχεία της αντλούνται ήδη από τον Hegel. Η αντίθεση του Μαρξ προς τον πλατωνικό ιδεαλισμό δεν σημαίνει ότι ο Μαρξ δεν μελέτησε τον Πλάτωνα, και ιδιαίτερα την «Πολιτεία» του, στην οποία ασκεί έντονη κριτική, συζητώντας τα ζητήματα του καταμερισμού της εργασίας και της ταξικής διαστρωμάτωσής της. Μέσω του Χέγκελ ο Μαρξ πρωτογνώρισε επίσης τη διαλεκτική, που τόσο αυτός όσο και ο Ένγκελς αναγνώριζαν ότι έχει τις ρίζες της στον Πλάτωνα. Ο Χέγκελ αναγνωρίζει στον Πλάτωνα έναν εξέχοντα ρόλο όχι μόνο εντός της ιστορίας της φιλοσοφίας αλλά και εντός της όλης παγκόσμιας ιστορίας ως ιστορίας του πνεύματος: «Με τον Πλάτωνα αρχίζει η φιλοσοφική επιστήμη ως επιστήμη». Η ενασχόληση του Χέγκελ με το πλατωνικό έργο διαρκεί αδιάλειπτη από τα μαθητικά του χρόνια έως τον θάνατό του και αποτυπώνεται τόσο στα συστηματικά του έργα (στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, 1807, κυρίως στην Επιστήμη της Λογικής, 1812-16, καθώς και στην Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών εν συνόψει, 1817) όσο και στις περίφημες Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας κατά την περίοδο του Βερολίνου (1819-1830). Τον Χέγκελ ελκύει αρχικά μια πληθώρα πλατωνικών θεμάτων: η προβληματική του μύθου και της σχέσης με την παραδοσιακή θρησκεία, η μορφή του Σωκράτη, η πολιτεία ως μια ζωντανή μορφή ηθικής ολότητας, η εκδοχή μιας “καθαρής” ηθικότητας που μένει ανεπηρέαστη από τις αισθήσεις, η κοσμολογία του Τίμαιου. Σταδιακά το ενδιαφέρον του θα εντοπιστεί στους διαλόγους της ώριμης πλατωνικής περιόδου και στη διαλεκτική οντολογία των Ιδεών που εκτίθεται εκεί. Μεγάλη εκτίμηση τρέφει ο Χέγκελ και για την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα, όπως δείχνουν οι πολλαπλές αναφορές του στην Πολιτεία. Το νήμα που συνδέει τους δύο φιλοσόφους θα τονισθεί και με αφορμή την κεντρική θέση που καταλαμβάνει στην Πολιτεία το ερώτημα της δικαιοσύνης εντός του κράτους. Σύμφωνα με τον Γκάνταμερ, ο Χέγκελ είναι «πραγματικά ο πρώτος που συνέλαβε το βάθος της πλατωνικής διαλεκτικής». Το πλατωνικό εγχείρημα ανάδειξης της διαλεκτικής σε μια μέθοδο διακριτή από την απλή ρητορική τεχνική και την «αντιλογική» των σοφιστών αντιμετωπίζεται από τον Χέγκελ ως συμβατό με τη δική του επιδίωξη να την αναγορεύσει σε μόνη αληθινή μέθοδο, αποσυνδέοντάς την ωστόσο  από τη διαλογική της μορφή. Το χαρακτηριστικότερο δείγμα πλατωνικής διαλεκτικής εντοπίζεται από τον Χέγκελ στον Παρμενίδη, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «το μεγαλύτερο ίσως τέχνημα της αρχαίας διαλεκτικής». Η εννοιολογική σύλληψη της προσδιορισμένης άρνησης, δηλαδή της άρνησης η οποία δεν οδηγείται στον μηδενισμό, αποτελεί ένα δάνειο από τον πλατωνικό Σοφιστή. Η ενασχόληση του Χέγκελ με τα πλατωνικά κείμενα μοιάζει να είναι μια σχέση που διαρκεί εφ’ όρου ζωής. Ο γερμανικός ιδεαλισμός είναι το πρώτο φιλοσοφικό ρεύμα της νεότερης εποχής που έχει σαφή επίγνωση της ιστορικότητας της φιλοσοφίας και στρέφεται στην αρχαία φιλοσοφία με ειλικρινές και ουσιαστικό ενδιαφέρον. Κεντρική θέση έχει ο Πλάτωνας.

Ο Χαίλντερλιν διαμορφώνει μια εκδοχή «αισθητικού πλατωνισμού» με πολλαπλές αναφορές στον Φαίδρο και το Συμπόσιο και με έμφαση στον έρωτα και στην Ιδέα του ωραίου, η οποία συνδέεται με μια εκδοχή πανθεϊσμού του Ενός. Σταθερή θα παραμείνει επίσης η  εκτίμηση που τρέφει ο Σέλλινγκ για το πλατωνικό έργο ως λίκνο της δυτικής μεταφυσικής. Διαβάζει τους πλατωνικούς διαλόγους στο πρωτότυπο, και σε ηλικία μόλις 17 ετών. Θα επικεντρωθεί κατά καιρούς σε επιμέρους θέματα τα οποία απασχολούν και τον ίδιο: ἔρως, ἀνυπόθετον, ἀνάμνησις, κάθαρσις, νοῦς, μῦθος. Η πλατωνική έννοια της αρετής έχει σημαντική θέση στην ηθική φιλοσοφία του Καντ. Οι Νεοκαντιανοί επίσης μελέτησαν τον Πλάτωνα και ειδικότερα ενδιαφέρθηκαν για τις Ιδέες.

Οι «υποσημειώσεις» στον Πλάτωνα δεν χρειάζεται να αντικατοπτρίζουν τη συμφωνία με τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Ο Νίτσε προσέγγισε το πλατωνικό έργο ως ιδρυτική αφετηρία της δυτικής μεταφυσικής και το επέκρινε με δριμύτητα. Η εντατική ενασχόληση του Νίτσε με το πλατωνικό έργο θα διαρκέσει αδιάλειπτα από το πρώτο βιβλίο του (Γέννηση της τραγωδίας, 1872) έως το τελευταίο έργο που δημοσίευσε ο ίδιος (Λυκόφως των ειδώλων, 1889). Θεωρεί ότι η στροφή σε ένα “επέκεινα” προς αναζήτηση τέτοιων αρχών όπως Θεός, αθανασία της ψυχής, ηθικοί νόμοι, μεταφυσικές υποθέσεις ακυρώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να πραγματώσει τις δυνατότητές του μέσα στον κόσμο. Την πρώτη, χαρακτηριστική και ιστορικά καθοριστική εκδοχή μιας τέτοιας στροφής στο “επέκεινα” θα εντοπίσει ο Νίτσε στην πλατωνική φιλοσοφία. Όπως υποστηρίζει ο Νίτσε, στο πλατωνικό έργο έχει θεμελιωθεί ολόκληρο το εννοιολογικό πλαίσιο της δυτικής μεταφυσικής, το οποίο στη συνέχεια θα «εκλαϊκευθεί» από τον χριστιανισμό, ο οποίος θα το εμπλουτίσει με στοιχεία εξισωτισμού, με την καθιέρωση του «ασκητικού ιδεώδους» και της δήθεν αρετής της «συμπόνιας». Ο Πλάτων έτσι θεωρήθηκε ως ένας πρωτο-χριστιανός φιλόσοφος που φέρει βαριά ευθύνη για την παρακμή που ακολούθησε. Και ίδια η μορφή του Ζαρατούστρα επινοείται από τον Νίτσε ως ένας αντίποδας του πλατωνικού Σωκράτη. Ο Χάιντεγκερ επίσης προσεγγίζει τον Πλάτωνα με κριτική διάθεση. Η βασική στάση του Χάιντεγκερ έναντι του Πλάτωνα θα διατυπωθεί στο σύντομο, αλλά ιδιαίτερα προβεβλημένο κείμενο του 1940 «Η διδασκαλία του Πλάτωνα για την αλήθεια». Το βασικό θέμα του κειμένου είναι ο «μύθος του σπηλαίου», τη σημασία του οποίου ο Χάιντεγκερ εντοπίζει αποκλειστικά στο ζήτημα της αλήθειας –επιχειρώντας μάλιστα να ανασυγκροτήσει και μια σχετική πλατωνική «διδασκαλία».

Αν μεγάλος φιλόσοφος είναι αυτός που ανοίγει νέους δρόμους, τότε ο Πλάτωνας είναι ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους όλων των εποχών, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλο τον κόσμο. Είναι αυτός που πρώτη φορά έβαλε τα θεμέλια κι οργάνωσε όλους τους τομείς της ανθρώπινης σκέψης και φιλοσοφίας. Άνοιξε δρόμους στην αναζήτηση της γνώσης, την ηθική, την αισθητική, τη πολιτική φιλοσοφία, και συνετέλεσε να τεθούν τα θεμέλια των μαθηματικών και των άλλων επιστημών. Οι διάλογοι του Πλάτωνα, γραμμένοι από έναν ποιητή, έναν δραματουργό, έναν στυλίστα, είναι αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας, καθώς και έργα ιδρυτικά της δυτικής φιλοσοφίας. Η επίδρασή του υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη. Θέτει σε κίνηση μηχανισμούς που υποκινούν το ένα ερώτημα μετά το άλλο. Για να το κατορθώσει αυτό, ανεβάζει στη σκηνή τον Σωκράτη, τον δάσκαλό του, που με τα τρομερά ερωτήματά του φέρνει σε αμηχανία τους συνομιλητές του, κάνοντάς τους να ανακαλύψουν ότι δεν γνωρίζουν αληθινά αυτό που νομίζουν ότι γνωρίζουν. Το πρώτο πράγμα που μας μαθαίνει ο Πλάτων είναι το ότι οι πεποιθήσεις μας είναι συγκεχυμένες και οι γνώμες μας ασυνάρτητες. Οι Πατέρες της εκκλησίας απ' αυτόν δανείζονται ιδέες κι επιχειρήματα. Αλλά κι η νεότερη φιλοσοφική σκέψη δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν ν' ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούν πάνω σ' αυτές. Ο φιλοσοφικός στοχασμός του αποτέλεσε, αποτελεί και θ' αποτελεί διαχρονική βάση έρευνας και πολύπλευρης ανάλυσης των εκάστοτε φιλοσόφων. Ο Whitehead  εννοούσε ότι ο Πλάτων πρώτος έθεσε τα θεμελιώδη ερωτήματα. Συνεχίζουμε να επεξεργαζόμαστε πολλές από τις ίδιες ερωτήσεις που ο Πλάτων μελέτησε. Επιπλέον, συνεχίζουμε να διαβάζουμε τον Πλάτωνα ως πηγή πνευματικής έμπνευσης. Προφανώς ισχυριζόταν ότι μπορούμε να δούμε την ευρωπαϊκή φιλοσοφία ως συνέχεια της φιλοσοφίας του Πλάτωνα.

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις φιλοσοφίες πολλών «φιλοσόφων» που βρίσκονται στο ευρωπαϊκό ρεύμα της φιλοσοφίας ως απλές επεξηγήσεις για τη φιλοσοφία του Πλάτωνα; Υποστηρίζω ότι η προφανής απάντηση είναι αρνητική. Ούτε ο μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο οποίος συνέχισε να αναπτύσσει τη δική του φιλοσοφία, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ουσιαστικά ως απλή υποσημείωση στον Πλάτωνα. Το γεγονός επίσης ότι το ζήτημα του «ρεαλισμού» («ρεαλισμός» με την έννοια ότι τα καθολικά και οι γενικές κατηγορίες έχουν πραγματική, ανεξάρτητη ύπαρξη) είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους δεν δείχνει ότι το έργο τους είναι απλώς μια «υποσημείωση στον Πλάτωνα». Στην καλύτερη περίπτωση, η περίφημη παρατήρηση του Whitehead μπορεί να θεωρηθεί ως ένας εικονιστικός τρόπος για να πούμε ότι πολλοί φιλόσοφοι στην ευρωπαϊκή παράδοση ακολουθούν το  πνεύμα του Πλάτωνα.