Διότι δεν εξυπνά όστις δεν εκοιμήθη

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 06.02.20 ]

Νοσώ. Εκτέθηκα ανεπανόρθωτα σε ύπουλους (υ)ιούς  και θυγατέρες που κατατρώγουν αργά και σταθερά και ανενδοίαστα κι ανερυθρίαστα ακόμη και το σώμα και το πνεύμα μου. Ο εμβολιασμός που με υπέβαλαν εκούσα άκουσα ουδόλως στάθηκε αρκετός την πρόοδο της νόσου να ανακόψει. Μούφα. Μέσα-έξω φαγώθηκα. Υπερεκτιμημένη ανοσία.

 Νόμιζα πως τη βόλτα μου θα κάνω ως παρατηρητής. Ουδέτερον.  Σκατά. Κανένας σεβασμός σε κάποιον που δεν ήθελε να πάρει θέση. Είναι χαλεποί οι καιροί. Ή ψυχρός ή καυτός. Διαλέγεις και πορεύεσαι. Αν θέλεις χλιαρός να μείνεις κακό του κεφαλιού σου. Γίνε κομοδίνο με θερμοκρασία δωματίου, στην τελική. Ούτε κι αυτό δεν μπόρεσα.

  Και μου ‘λεγε η μάνα μου Μη βγεις χωρίς ζακέτα.

  Πόση αμυαλιά, Θεέ μου, πόση απερισκεψία είχε εκείνο το Δεν κρυώνω μου.

  Πριν λίγες μέρες ένιωσα 10ευρω (κάτι μου λέει πως κάποτε, κάποια μικρή στιγμή, κι εσύ θα νιωσες κάπως έτσι. Πώς το ξεπέρασες, αλήθεια;). Βούλιαξα στην καρέκλα να μη φαίνεται η αίθουσα ξεδοντιασμένη και παρηγοριόμουν με τη σκέψη ότι υπάρχουνε νομίσματα μικρότερης ακόμα αξίας.

    Κανείς δεν ήρθε να με σώσει. Μαύρα νερά και βορβορώδη και λίαν επικίνδυνα της θλίψης τα νερά που βούλιαξα κι είχαν το σχήμα εκείνης της καρέκλας. Μα αν τώρα με διαβάζεις και βγεις στη γύρα να με ψάξεις, πάρε την κόκκινη ζακέτα μου μαζί σου για να μη χρειαστεί να μ’ αγκαλιάσεις