Ο Δεκέμβρης, το Υπερώον και η σεμνή περηφάνια του Γ. Ρίτσου

[ / Ελλάδα / 01.05.19 ]

«Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας.

Μα τούτο τ’ όνειρο

ήταν τ’ όνειρο

όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί

κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί

και τ’ όνειρο μεγάλωνε- σιγά σιγά μεγάλωνε-

-πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί

και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον  ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη

και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,

ετούτο τ’ όνειρο των πεινασμένων,

τ’ όνειρο των αδικημένων

όλου του κόσμου.»

 Γιάννης Ρίτσος, «Οι γειτονιές του κόσμου».

 Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό τους. Εξήντα εννέα χρόνια πριν, μια ανάσα δρόμο από εδώ, στην πλατεία Συντάγματος, το όνειρο χτυπήθηκε σε μια δολοφονική ενέδρα, που οι εχθροί προσπάθησαν να την κάνουν θανάσιμη. Δεν τα κατάφεραν. Ηταν πιο μεγάλο και πιο στέρεο απ’ όσο είχαν φοβηθεί.

Σαν χθες, 3 του μηνός, ξεκίνησε «ο μεγάλος Δεκέμβρης» όπως έμεινε στην Ιστορία. Σαν σήμερα κήδεψαν τα πρώτα θύματα. Επί τριάντα τρεις ημέρες και νύχτες δεν κατέβηκαν από τα οδοφράγματα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης. Αγρυπνοι, νηστικοί, εξουθενωμένοι. Με τη φλόγα να καίει μέσα τους.

«Πού πήγατε να κάνετε κίνημα χειμωνιάτικα;» έλεγα στον πατέρα μου, ο οποίος γιόρτασε τα 20ά του γενέθλια στην πλατεία Κάνιγγος, πολεμώντας για την κατάληψη και ανακατάληψη του υπουργείου Εμπορίου και πασχίζοντας τα βράδια να κοιμηθεί μέσα σε μια βελέντζα- με δυο μέτρα χιόνι ολόγυρα. Γέλασε πικρά. Μακάρι ο καιρός να ήταν η μοναδική αντιξοότητα, μου είχε απαντήσει. Δεν ήταν. Το πιο δύσκολο ήταν που πολεμούσαν οι Ελληνες μεταξύ τους. Και που οι μισοί είχαν στρατηγό τον Σκόμπι. Αλλά διέθεταν ακόμα δύναμη να σατιρίζουν τον βρετανό καραβανά κάνοντας ομοιοκαταληξίες με το «κόμποι». Επειδή πολεμούσαν, τραγουδούσαν και γελούσαν. Κι ας σκοτώνονταν.

 Οι επέτειοι, δεν είναι μονάχα για να μην ξεχνάμε. Ο Δεκέμβρης του 1944 δεν υπήρξε μόνο ένα τεράστιο σημείο καμπής για το κίνημα και για τη ζωή των ανθρώπων. Υπήρξε και σημείο τεράστιας καταστροφής για τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο. Επιστρέφοντας από την Κοζάνη, όπου είχε φτάσει μετά την κατάρρευση του μετώπου της Αθήνας, μετέχοντας σε θίασο για την τόνωση του ηθικού ΕΛΑΣιτών και λαού, ανακάλυψε πως ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του είχε εξαφανιστεί. Το φιλικό πρόσωπο στο οποίο εμπιστεύτηκε τα ανέκδοτα χειρόγραφά του, τα είχε καταστρέψει. Από φόβο;  Πάντοτε υπάρχει το ερωτηματικό. Φαίνεται, τελικά, πως ναι. Όπως φαίνεται και πως ο ποιητής τον είχε συγχωρέσει.

Η καταστροφή  αυτή ήταν πλήγμα για τον Γιάννη Ρίτσο, εφόσον ανάμεσα στα όσα χάθηκαν περιλαμβανόταν και το 900 σελίδων μυθιστόρημα «Στους πρόποδες της σιωπής». Οι εξορίες, που ακολουθούν σύντομα, στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη φοβερή Μακρόνησο και στον Αη- Στράτη, κάνουν τα πάντα ακόμα πιο δύσκολα, ακόμα πιο ζοφερά. Ωστόσο, έχουν αποφασίσει να μην υποστείλουν τη σημαία της Επανάστασης. Εστω και από τις κεραίες της καρδιάς τους.

Σαράντα και κάτι χρόνια μετά τον ματωμένο εκείνο Δεκέμβρη, οπότε και γράφεται το «Υπερώον», ο ποιητής εξακολουθεί να έχει ως όπλο του την πένα. Ολους τους εχθρούς μπορεί να τους νικήσει με αυτήν. Τον πολιτικό, τον ταξικό, τη ματαιότητα, τη φθορά, την τύψη, την ασχήμια, την ασθένεια. Ισως ακόμη και τον Θάνατο- υπό την έννοια της Ομορφιάς που του αντιτάσσει, όπως και της Αθανασίας του έργου.

Το 1985 ήταν μια εξόχως παραγωγική χρονιά- το αντίθετο συμβαίνει σπάνια, άλλωστε για εκείνον. Του Υπερώου προηγείται το πεζό «Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει άγιος», τελευταίο βιβλίο της εννεαλογίας «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων». Κατόπιν, το καλοκαίρι, έρχονται οι «Ανταποκρίσεις», το φθινόπωρο οι «Σηματοδότες» και τον χειμώνα το «Ασπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο». Ο κατά δήλωσίν του «πολυγράφος, ο ακόρεστος» εξακολουθεί να τρέφεται «από την ευτυχία της γλώσσας» χωρίς ποτέ να χορταίνει. Αψευδής μάρτυρας οι 803 αρχειακές μονάδες από όσα χειρόγραφα αυτογράφων έργων επέζησαν των διάφορων καταστροφών και κατατέθηκαν από την Ερη και τη Φαλίτσα Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, όπου φυλάσσονται,προσβάσιμα στον μελετητή.

Την προηγούμενη χρονιά, το 1984, έχει προκληθεί σάλος εξαιτίας των πεζογραφημάτων του, τα οποία κρίνονται από κάποιους «συντρόφους» πολύ ελευθεριάζοντα. Το γεγονός τον λυπεί, αλλά δεν κάμπτεται ούτε η αισθητική, ούτε η άποψή του, ούτε η τόλμη, ούτε όμως και η πίστη του. Ο Γιάννης Ρίτσος, δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα αφοσιωμένο κομματικό μέλος του ΚΚΕ, ό,τι κι αν συνέβη. Πλήρωσε βαρύ τίμημα, μέχρι τη στέρηση της ελευθερίας του. Οσο για το βραβείο Νόμπελ; Δεν λυπήθηκε που τα φρονήματά του μπήκαν από τρίτους πολλές φορές εμπόδιο. Η Ελλάδα, που θα μπορούσε να έχει τρεις βραβευμένους, θα έπρεπε σήμερα να λυπάται. Εστω, σήμερα. Με τα πάθη, υποτίθεται, κάπως σιγασμένα.

Δεν είχαν, όμως, κατασιγάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αναζητώντας δηλώσεις του ποιητή και δημοσιεύματα για εκείνον στο πολύτιμο έργο της Αικατερίνης Μακρυνικόλα «Βιβλιογραφία του Γιάννη Ρίτσου 1924- 1989» (έκδοση Σχολής Μωραΐτη) διαπιστώνει κανείς πως ακόμη και μεσούσης της σε εισαγωγικά «αλλαγής», οι  διαμαρτυρίες γιατί διδάχθηκε ποίημά του σε σχολείο ή γιατί έγινε εκδήλωση προς τιμήν του, είναι αιχμηρές. «Εμφυλιοπολεμικό κλίμα» όπως είπε η Ερη, όταν της ανέφερα τα στοιχεία. Και «ο ψυχρός πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ». Ετσι ακριβώς. Δεν τέλειωσε, γιατί η μία πλευρά δεν θέλησε ποτέ να τελειώσει. Αρκεί να θυμηθούμε, προς επίρρωσιν, τη φράση του Γεωργίου Παπανδρέου- κατά πολλούς αριστερούς νεκροθάφτη της Δημοκρατίας- στις 30 Δεκεμβρίου του 1944. «Το ΕΑΜ μέχρι ηλιθιότητος, επιμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητος.»

Δεν ήρθα εδώ απόψε για να κάνω ιστορικές αναφορές. Ο περίγυρος όμως, κοινωνικός, ιστορικός, ποιητικός, συντείνει ώστε να κατανοούμε καλύτερα. Η Ερη Ρίτσου, ορίζει το πλαίσιο, σημειώνοντας: «Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.»

Με αυτό το έργο, ένα από τα τελευταία του, ο ποιητής επιστρέφει με δικό του τρόπο στις καλλιτεχνικές του απαρχές και στις απαρχές των ερωτημάτων του.

 «Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον

 στα σκοτεινά.

 Η αυλαία ολάνοιχτη. /

Εργάτες της σκηνής, φροντιστές, ηλεκτρολόγοι ξεστήνουνε τα σκηνικά, μετέφεραν στο υπόγειο ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,

σβήσαν τα φώτα, έφυγαν, κλείδωσαν τις πόρτες.

 Σειρά σου τώρα, χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές,

 να παίξεις εαυτόν».

Το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το κεντρικό της συλλογής. Άλλωστε, ο τίτλος του είναι δηλωτικός: «Στο υπερώον». Στον εξώστη, δηλαδή, από όπου μπορείς να κατοπτεύεις το άδειο πλέον θέατρο, τη ζωή σου που αδειάζει. Το «Υπερώον» γράφεται τον Μάρτιο του 1985. Εβδομήντα δύο ποιήματα σε 21 μέρες, από την 1η έως την 21η του μήνα. Ο Ρίτσος έχει ακόμη ακμαίες τις ποιητικές του δυνάμεις. Γι’ αυτό και η β’ γραφή συντελείται, τάχιστα, εντός του Απριλίου και την πρωτομαγιά. Τη γενέθλια μέρα.

 Κάποτε, ήταν πολύ νέος, πολύ ωραίος. Εντυπωσίαζε στη σκηνή του θεάτρου ως ηθοποιός και χορευτής. Εκείνος, όμως, ήθελε να είναι μόνο ποιητής. Και ελεεινολογούσε τον εαυτό του για το επάγγελμα που η ανάγκη τον είχε κάνει να επιλέξει:

«Εγώ, της Τέχνης εραστής, με κρόταφους στιλπνούς

από του Ωραίου τον ασπασμό και των Ιδεών το ασήμι,

δύω στου κενού στομάχου μου τους δύσοσμους καπνούς

και, κολοβός αετός, πηδώ στη ρούμπα και στο σίμμυ»
(Γιάννης Ρίτσος, «Τρακτέρ», 1934)

Αλλαξε επαγγέλματα, δεν άλλαξε ωστόσο ποτέ αντικείμενο πάθους. Η ποίηση υπήρξε για εκείνον η μόνιμη, βαθύτατη αγαπημένη. Στην εκπληκτική ποιητική του πορεία, ο Γιάννης  Ρίτσος ανακάλεσε πολλές φορές στοιχεία από το θέατρο. Έγραψε μέχρι και συνθέσεις που, αν και ποιητικές, παρουσιάζονται συχνά στη σκηνή. Έγραψε και αμιγή θεατρικά έργα, γεμάτα ποιητικότητα.

Στο «Υπερώον», έχοντας απόλυτο έλεγχο στο έρημο θέατρο, το οποίο κοιτά εν κατόψει, ο Ρίτσος αναρωτιέται συχνά, διατυπώνει ερωτήματα ως προς  κορυφαία υπαρξιακά και οντολογικά ζητήματα, δοκιμάζοντας απαντήσεις. Από αυτές, εξαρτώνται όλα. Και από το τι κατάφερε. Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας το πει:

 Τ’  Α Σ Π Ρ Α  Β Ο Τ Σ Α Λ Α

 Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι

λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει

από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας

δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες

καταδύσεις τ’ ανέβασες· με τι

στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες

από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι αυτό

λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια

ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ

να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης. 

Να λαμποκοπά όσο λευκός, με τη σεμνή του περηφάνια και ποτέ να μη μαρτυρά, την ώρα της Μεγάλης Δίκης. Αυτό, προπάντων, μας λείπει σήμερα από τον Γιάννη Ρίτσο.Τo δυνατό του παράδειγμα. Ιδίως καθώς «η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.»

*Η ομιλία της Αγγελικής Κώττη, στην παρουσίαση της συλλογής του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον»

Δεκέμβριος 2013