Απουσίες

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 31.03.22 ]

Αργήσανε πολύ κάτω απ’ το σπίτι σου να έρθουν. Έπρεπε πρώτα να σε δουν το μέλλον να σκοτώνεις για να έρθουν. Όταν αγκομαχούσε το παρόν σου και πνιγόσουνα και έχανες λίγο-λίγο ό,τι μπορούσε να χαθεί από μέσα σου, δεν ήταν κανένας να σου δώσει ένα χέρι. Τότε σ’ αφήνανε να πνίγεσαι. Τότε τους ήταν αρκετό να βλέπουν ωραίες πόζες, να διαβάζουν τσιτάτα και να προσθέτουν αντίχειρες στη συλλογή σου.

Τώρα θα πρέπει να τους δώσεις το μερίδιο που αναλογεί σ’ αυτό το πρώτο, το μεγάλο, πληθυντικό πρόσωπο, το ανώνυμο που περιμένει μία τραγωδία για να καταλάβει τη σκηνή. Ένας μακάβριος χορός που μέχρι χτες ούτε είχε δει ούτε είχε ακούσει ούτε είχε καταλάβει τίποτα. Η ύβρις όμως είναι αόρατη, πετάει τριγύρω. Τα χνώτα ενός τερατώδους «εμείς» την κατευθύνουν ύπουλα στον ενικό να καταλογιστεί. Να ακολουθήσει το ανάθεμα. Πώς μετατρέπονται σε δείκτες οι αντίχειρες!

Παίρνω κι εγώ την πέτρα μου και κάτω από το σπίτι σου τη στήνω. Όταν κρατάς στο χέρι σου μια πέτρα «το εμείς αυτό» σε ενσωματώνει άμεσα. Μην κοιτάς που εγώ την έχω για να φουντάρω.

Μόνο εκείνος που θα μ’ άρπαζε απ’ τον καρπό και τον λιθοβολισμό θα σταματούσε απουσιάζει. Έχει παιδιά στην αγκαλιά. Κάτω από ανθισμένες κερασιές τους λέει παραμύθια.