Άσε με να νιώσω...

[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 19.10.23 ]

Εδώ και ώρα πάσχιζε να επιδιορθώσει το λούκι στη στέγη. Σκαρφαλωμένος, με αραδιασμένα τα εργαλεία γύρω του, είχε πεισμώσει να τελειώνει με αυτή τη βλάβη μια και καλή. Τουλάχιστον έτσι ήθελε να λέει στον εαυτό του κι ας αρνιόταν να δεχτεί πως δεν ήταν η βλάβη το πρόβλημά του. Δεν παραδεχόταν πως μόνο να ξεχαστεί πάλευε εκεί πάνω και να φύγει λίγο το μυαλό του. Μάταιoς κόπος. Εκεί διαρκώς γυρνούσε η σκέψη του. Στο λευκό περιστέρι που έβλεπε όποτε την κοιτούσε. Ένα λευκό περιστέρι δίχως σπίλο κανένα, δίχως ίχνος μαύρου. Και ξεχνιόταν κοιτάζοντας. Κι η δουλειά δεν τελείωνε. 

Ένα περιστέρι όμως πολύ καλά προστατευμένο μέσα σε τείχη περίκλειστα. Τα τείχη της. Τα αγαπημένα της. Ο τόπος της, το καταφύγιό της, που καυχιόταν για αυτό και το μισούσε μαζί. Εκεί μέσα κλεινόταν και τον άφηνε αντιμέτωπο με τη σιωπή της. Κι ας είχε μάθει εκείνος πια να την αποκωδικοποιεί αυτή τη σιωπή, αφού τόσο καλά την ήξερε. Ποτέ δεν το έβαλε στα πόδια μπροστά στην τρέλα της. Αντίθετα, μαζί της βυθίστηκε, στα σκοτάδια της, χωρίς να διστάσει στιγμή. Δεν προσπάθησε ποτέ ούτε να την ησυχάσει ούτε να τη συνετίσει. Να την αγαπά τον ένοιαζε μόνο, ακριβώς όπως στα αλήθεια ήταν. Ένα όμορφο, χαοτικό μυαλό, που μιλούσε όμως στην ψυχή του.

Στριμωγμένη στο ταγιέρ της, πατώντας το γκάζι με τις λουστρινένιες γόβες της και έχοντας υποτάξει τα ατίθασα μαλλιά της σε μια αυστηρή κοτσίδα, έφτανε βιαστικά εκείνο το απόγευμα στο σπίτι του, δίπλα στη θάλασσα. Σκεφτόταν πόσο απείχαν οι κόσμοι τους, πόσο έμοιαζαν βίοι παράλληλοι χωρίς τομή. Με μια καθημερινότητα να προστάζει, να απαιτεί την απόσταση μεταξύ τους. Αυτές τις ατέλειωτες παράλληλες μοναξιές. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει την τετράγωνη λογική της, να γίνουν τα πράγματα όπως έπρεπε να είναι. Με βήμα αποφασιστικό και περήφανο συνάμα, πλησίασε όταν τον είδε στη στέγη.

Η κυρία Γεωργία βγήκε να σκουπίσει. Τούτο το φθινόπωρο γέμιζε την αυλή της. Το αεράκι της θάλασσας χάιδευε το πρόσωπό της. Κοίταξε προς το σπίτι του γείτονα, τους είδε και σάστισε. Ξαπλωμένοι οι δυο τους στη στέγη, με χέρια πιασμένα και βλέμμα στον ουρανό. Τα μαλλιά της λυτά, ελεύθερα, ατίθασα, μπλεγμένα με τα δικά του. Πήγε να καλησπερίσει η κυρία Γεωργία μα φοβήθηκε μήπως με κάποια κίνηση ή κουβέντα χαλάσει αυτή τη μαγεία, αυτή την μυσταγωγία. Ήταν φανερό πως ηρεμούσε, πως ξεκούραζε την ψυχή του, ο ένας στο πλάι του άλλου, ο ένας μέσα στην ψυχή του άλλου. Κι όσα όμορφα λέγονταν μεταξύ τους χωρίς λέξεις, χωρίς τα χείλη να κινούνται, έμοιαζε να τα ακούει ο ουρανός και να χαμογελά ευτυχισμένος. Χαμογέλασε η Γεωργία, χαμογέλασε κι ο χρόνος που καθόταν τελευταία στο τραπεζάκι της αυλής της, ακάλεστος όπως πάντα, απαιτώντας την προσοχή της. Φαινόταν να έχει ξεχαστεί από αυτό κι αρνιόταν πεισματικά να κυλήσει. Αυτό το ακοίμητο, το απειλητικό του τικ τακ κόπασε. Τον συνεπήρε το αίσθημα αυτής της γλυκιάς θαλπωρής, ένα αίσθημα που απλωνόταν πέρα από εκείνη τη στέγη, έφτασε στην κυρία Γεωργία, την αγκάλιασε κι αυτή. Κι άπλωσε ασυναίσθητα τα χέρια να αγγίξει, να αγκαλιάσει με θέρμη εκείνο το ζωντανό παραμύθι που είχε ανοίξει τη σελίδα του μπροστά της, διδάσκοντάς τη όσα οι λέξεις δεν μπορούν να εξηγήσουν. Γιατί τι μανία κι αυτή, οι άνθρωποι να θέλουν όλα να τα ορίζουν, να τα εξηγούν. Μέσα σε πλαίσια να τα στριμώχνουν και να τα φορτώνουν με χαρακτηριστικά ακριβή, σχεδόν γεωμετρικά. Όταν αυτό που πραγματικά μέσα τους θέλουν είναι να αφουγκραστούν, ν α ονειρευτούν, να ελευθερωθούν. Αλλά ποιος ξέρει; Κάποτε, μπορεί να γίνει κι αυτό. Κάποτε. Σε ένα καινούριο σύμπαν αγεωμέτρητο, εκεί που ακόμα και οι παράλληλες ίσως και να τέμνονται. Ίσως και να αγκαλιάζονται.

Ο κύριος Τάσος, ο άντρας της, τη φώναξε μέσα από το κουζινάκι τους για τον απογευματινό καφέ του. Άσε με μωρέ Τάσο, απάντησε εκείνη. Άσε με να νιώσω. Και ξαναγύρισε το βλέμμα στη στέγη με προσμονή. Μα δεν είδε τίποτα. Μόνο τον αποσπερίτη, που ξεκινούσε για άλλη μια φορά την μοναχική νυχτερινή διαδρομή του στο στερέωμα.